Οι επιχειρηματικές μονάδες αντιμετωπίζουν τη Μερισματική Πολιτική
(Dividend Policy) ως ένα σημαντικό κομμάτι της χρηματοοικονομικής τους
πολιτικής. Η Μερισματική Πολιτική αναφέρεται στις αποφάσεις που παίρνει
μια επιχείρηση σχετικά με τη διαχείριση των κερδών της και αφορούν στον
τύπο, στο μέγεθος και στο χρόνο των διανομών μερισμάτων που
πραγματοποιεί στους κοινούς μετόχους.
Πιο συγκεκριμένα εστιάζει στην απόφαση που καλείται να πάρει μια επιχείρηση ανάμεσα στο να διανείμει τα κέρδη ως μέρισμα (Dividend) στους μετόχους της, να τα παρακρατήσει για να χρηματοδοτήσει επενδυτικά προγράμματα ή να προβεί σε συνδυασμό των δυο παραπάνω στρατηγικών. Πρακτικά οι αποφάσεις αυτές καθορίζουν το βαθμό της εσωτερικής χρηματοδότησης μιας επιχείρησης. Επιπλέον η Μερισματική Πολιτική παρέχει σημαντική πληροφόρηση στους μετόχους σχετικά με τις επιδόσεις και την πορεία της εταιρίας.
Οι αποφάσεις που σχετίζονται με τη Μερισματική Πολιτική λαμβάνονται παράλληλα με τις αποφάσεις που αφορούν στην κεφαλαιακή διάρθρωση της επιχείρησης και στον προϋπολογισμό επενδύσεων κεφαλαίου. Η απόφαση για την πολιτική που θα υιοθετήσει τελικά μια επιχείρηση περιορίζεται από την αντίστοιχη απόφαση που είχε πάρει στο παρελθόν καθώς οι επιχειρήσεις στην πλειοψηφία τους αποφεύγουν να μεταβάλλουν συχνά τη μερισματική τους πολιτική.[1]
Συνήθως οι εταιρίες που διανέμουν μέρισμα έχουν περάσει το στάδιο της ανάπτυξης και δε χρειάζεται να επανεπενδύουν συνεχώς τα κέρδη τους, οπότε επιλέγουν την εναλλακτική της πληρωμής μερισμάτων στους μετόχους τους σε αντίθεση με τις εταιρίες υψηλής ανάπτυξης που προβαίνουν σε επανεπένδυση των κερδών τους με σκοπό τη διατήρηση της ανάπτυξης αυτής.[2]
Ιδανική μερισματική πολιτική θεωρείται εκείνη που μεγιστοποιεί την αγοραία αξία της επιχείρησης. [3]
Η μερισματική πολιτική επηρεάζεται από το εάν μια εταιρία είναι χρόνια σε λειτουργία και έχει καθιερωθεί ή είναι νέα. Μια νεοσύστατη εταιρία δεν έχει την πολυτέλεια να διανείμει υψηλό ποσοστό μερίσματος από την αρχή, δεδομένου ότι πρέπει να καταφύγει στα παρακρατημένα κέρδη για να καλύψει τις ανάγκες της προς επέκταση. Αντίθετα μια καθιερωμένη επιχείρηση που έχει ήδη δημιουργήσει αποθεματικά μπορεί να είναι πιο ελεύθερη στη διανομή μερίσματος.
Σύμφωνα με τους Miller και Modigliani η ανακοίνωση του μερίσματος παρέχει πληροφοριακό περιεχόμενο σχετικό με τις προοπτικές και τη μελλοντική πολιτική μιας εταιρίας.Μια μη αναμενόμενη αύξηση στα μερίσματα σηματοδοτεί για την επιχείρηση επερχόμενη πρόοδο και υψηλά μελλοντικά κέρδη σε αντίθεση με τη μείωση μερισμάτων που υποδηλώνει επερχόμενη πτώση απόδοσης. Αν η Διοίκηση μιας εταιρίας πιστεύει σε μελλοντική ανάπτυξή της, τότε πιθανώς να αυξήσει τα μερίσματα γεγονός που οι επενδυτές λαμβάνουν ως θετικό σήμα κάτι που αποτελεί και στόχο της εταιρίας. Από την άλλη εταιρίες με επιτυχημένη πορεία ίσως παρακρατούν κέρδη, λόγω του ότι συγκριτικά με την έκδοση μερισμάτων και νέων μετοχών η εσωτερική χρηματοδότηση είναι λιγότερο δαπανηρή. Αντίθετα, λιγότερο επιτυχημένες εταιρίες ίσως προτιμήσουν τη διανομή μερισμάτων ως μια μέθοδο αποεπένδυσης.
Οι τυχόν αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, οι βιομηχανικές πολιτικές και οι πολιτικές απασχόλησης που ακολουθεί επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Τα κέρδη τους επηρεάζονται είτε θετικά είτε αρνητικά και για το λόγο αυτό πρέπει να προσαρμόζει τη μερισματική της πολιτική στις εκάστοτε αλλαγές. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κυβέρνηση ίσως αποφασίσει περιορισμό στο ποσοστό του μερίσματος για ορισμένες βιομηχανίες ή την επιβολή φόρου αν το ποσοστό του μερίσματος υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ύψος, αποφάσεις που σαφώς επηρεάζουν τις επιχειρήσεις.
Υπάρχουν ομάδες επενδυτών που ανάλογα με τις ανάγκες τους έχουν διαφορετικές προτιμήσεις σχετικά με το ύψος και τον τρόπο πληρωμής του μερίσματος από μια εταιρία στην οποία έχουν επενδύσει. Κάποιοι μέτοχοι προτιμούν τις μετοχές που δε δίνουν μέρισμα, άλλοι αυτές που δίνουν τακτικά ενώ άλλοι κινούνται υπέρ μερισμάτων ή κεφαλαιακών κερδών με βάση φορολογικούς λόγους. Το αποτέλεσμα πελατείας υποδηλώνει πως οι διαφορές στις προτιμήσεις είναι και αυτές που ωθούν έναν επενδυτή στο να επιλέξει ή όχι μια εταιρία με κριτήριο τη μερισματική της πολιτική. Επομένως η διοίκηση της επιχείρησης προσαρμόζει τη μερισματική της πολιτική προς ικανοποίηση περισσότερων επενδυτών επιφέροντας έτσι αλλαγές στη μετοχική της σύνθεση και κατ’ επέκταση στην τιμή της μετοχής.
Έχει διαπιστωθεί πως αυξήσεις στην τιμή των μετοχών σχετίζονται με αντίστοιχες ανακοινώσεις αύξησης στα μερίσματα κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η θεωρία της Μη Σχετικότητας του Μερίσματος. Σε περιπτώσεις που η Διοίκηση γνωρίζει περισσότερα για τις μελλοντικές προοπτικές της επιχείρησης από όσους βρίσκονται εκτός αυτής, μπορεί να περάσει ως μήνυμα αυτή την επιπλέον γνώση στους επενδυτές μέσω αλλαγών στην μερισματική πολιτική. Κατά συνέπεια οι μεταβολές στα μερίσματα έχουν πληροφοριακό περιεχόμενο. Η αύξηση των μερισμάτων είναι ένα αξιόπιστο μήνυμα σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις της επιχείρησης καθώς ακόμα και αν η διοίκηση επιχειρήσει να δώσει ψευδή σημάδια αυξάνοντας τα μερίσματα σήμερα θα αναγκαστεί να τα μειώσει στο μέλλον, μια κίνηση στην οποία ελάχιστοι διοικούντες θα ήταν πρόθυμοι να προβούν
Συχνά σε περιπτώσεις στις οποίες η διοίκηση μιας εταιρίας δε συμπίπτει με τους ιδιοκτήτες της ανακύπτουν προβλήματα σύγκρουσης συμφερόντων κυρίως λόγω των διαφορετικών στόχων της κάθε ομάδας. Η σύγκρουση αυτή είναι γνωστή ως σύγκρουση αντιπροσώπευσης (agency conflict) και επιφέρει επιπλέον δαπάνες όπως για παράδειγμα κόστη που απαιτούνται για τον έλεγχο της διοίκησης. Τα κόστη αυτά καλούνται κόστη αντιπροσώπευσης. Η πρωτογενής αγορά δρα ως ένας τρόπος ελέγχου της διοίκησης που τυχόν αποκλίνει από τα συμφέροντα των μετόχων. Το κόστος έκδοσης νέων μετοχών αντισταθμίζεται από το χαμηλότερο κόστος αντιπροσώπευσης. Όταν μια επιχείρηση πληρώνει μερίσματα, χρειάζεται συχνά να αυξάνει τα εξωτερικά της κεφαλαία, ακόμη όμως και αν δε χρειάζεται αύξηση της εξωτερικής χρηματοδότησης, η πληρωμή μερισμάτων μειώνει το ύψος των ελεύθερων ταμειακών ροών που είναι διαθέσιμα στους διοικούντες και έτσι μειώνεται και πάλι το κόστος αντιπροσώπευσης.
Οι επενδυτές υφίστανται τα μεταβιβαστικά κόστη της επανεπένδυσης των εισοδημάτων που προέρχονται από τα μερίσματα ενώ οι εταιρίες ίσως πρέπει να πληρώσουν είτε για πληθωριστικά κόστη σε περίπτωση που τα μερίσματα χρηματοδοτούνται από την έκδοση νέων μετοχών είτε για αμοιβές δανεισμού.
Α. Η θεωρία της Μη Σχετικότητας του Μερίσματος (Dividend Irrelevance Theory)
Όπως μαρτυρά και ο τίτλος της συγκεκριμένης θεωρίας οι Merton Miller & Franco Modigliani ("The Journal of Business © 1961") σύμφωνα με το ομότιτλο θεώρημά τους ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη μερισματική πολιτική και την τιμή της μετοχής μιας επιχείρησης. Υποστηρίζουν πως οι επενδυτές που κατέχουν κάποιες μετοχές δεν ενδιαφέρονται για τη μορφή και την προέλευση αλλά για το συνολικό ύψος της απόδοσης που λαμβάνουν από αυτές. Άλλωστε η πώληση μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε μετρητά όταν αυτό κριθεί επιθυμητό. Επομένως η εν λόγω θεωρία δεν τάσσεται υπέρ κάποιας συγκεκριμένης μερισματικής πολιτικής την οποία να ξεχωρίζει ως άριστη. Πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές πως τα παραπάνω βασίζονται στην υπόθεση της μη ρεαλιστικής «τέλειας αγοράς» που συνοπτικά υπονοεί τη ΜΗ ύπαρξη:
Β. Η θεωρία του «Καλύτερα πέντε και στο χέρι» (Bird-in-the-Hand-Theory)
Η θεωρία του «Καλύτερα πέντε και στο χέρι» βασίζεται κατά κύριο λόγο στις εργασίες του M. Gordon ("The Journal of Finance © 1963") και του J. Lintner ("The Review of Economics and Statistics © 1962"). Η συγκεκριμένη θεωρία εστιάζει στον παράγοντα της αβεβαιότητας που αισθάνονται οι μέτοχοι και υποστηρίζει πως οι παρούσες αποδόσεις των μερισμάτων έχουν μικρότερο βαθμό αβεβαιότητας συγκριτικά με τις μελλοντικές αποδόσεις των κεφαλαιακών κερδών που εμπεριέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Άρα με δεδομένο το χαμηλότερο κίνδυνο που έχουν τα μερίσματα σε σχέση με αυτό των κερδών κεφαλαίου, όσο αυξάνεται το ποσοστό των διανεμομένων κερδών το κόστος του μετοχικού κεφαλαίου μειώνεται και η τιμή της μετοχής αυξάνεται. Συμπερασματικά για να επιτευχθεί ο στόχος κάθε επιχείρησης, που είναι η μεγιστοποίηση της τιμής της μετοχής της, το ποσοστό των διανεμομένων κερδών της θα πρέπει να είναι μεγάλο. Οι Miller και Modigliani εναντιώθηκαν στην άποψη αυτή γι’ αυτό και την ονόμασαν «πλάνη του καλύτερα πέντε και στο χέρι» (bird-in-the-hand-theory fallacy).
Γ. Η θεωρία της Φορολογικής Διαφοροποίησης (Tax Preference Theory)
Η θεωρία της Φορολογικής Διαφοροποίησης προέρχεται κυρίως από τους R. H. Litzenberger & του K. Ramaswamy ("The Effect of Personal Taxes and Dividends on Capital Asset Prices © 1971"). H εν λόγω θεωρία υπογραμμίζει την προτίμηση των επενδυτών προς το μελλοντικό εισόδημα που προέρχεται από την επανεπένδυση των κερδών έναντι του τρέχοντος εισοδήματος από τα μερίσματα. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στη διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση μεταξύ των δύο που κλίνει υπέρ των κεφαλαιακών κερδών αλλά και στη δυνατότητα που έχει ένας επενδυτής να αναβάλει την πληρωμή του φόρου μέχρις ότου πουλήσει τις μετοχές του. Όταν συμβεί αυτό σε μελλοντικό χρόνο δηλαδή θα αποκτήσει κέρδη κεφαλαίου για τα οποία σαφώς και θα φορολογηθεί, λαμβάνοντας όμως υπόψη τη χρονική αξία του χρήματος γίνεται φανερό πως το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι ευνοϊκότερο. Έτσι προτείνεται η εφαρμογή μιας πολιτικής χαμηλών μερισμάτων για την επίτευξη της μεγιστοποίησης της τιμής της μετοχής που επιθυμούν οι επιχειρήσεις.
Υπολειμματική Μερισματική Πολιτική (Residual Dividend Policy)
[11] Σύμφωνα με αυτή, τα κέρδη διατίθενται πρωτίστως για τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων και όταν προκύπτουν περισσευούμενα κεφάλαια διανέμονται ως μερίσματα.
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΑ
Πολιτική Σταθερών Μερισμάτων (Stable Dividend Policy)
[12][13] Καλείται η πολιτική που ακολουθεί μια επιχείρηση η οποία καταβάλλει σε μόνιμη βάση ένα σταθερό ποσό μερίσματος και το διατηρεί ανεξαρτήτως διακυμάνσεων στο επίπεδο των κερδών της. Η πολιτική αυτή θεωρείται επιθυμητή από τη διοίκηση των εταιριών. Επίσης οι περισσότεροι από τους μετόχους προτιμούν τα σταθερά μερίσματα αφού, με όλα τα άλλα να παραμένουν σταθερά, τα σταθερά μερίσματα έχουν θετική επίπτωση στην τιμή αγοράς της μετοχής.
Τρεις από τις πολιτικές μερίσματος που χρησιμοποιούνται συχνά είναι οι εξής:
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE#cite_note-3
Πιο συγκεκριμένα εστιάζει στην απόφαση που καλείται να πάρει μια επιχείρηση ανάμεσα στο να διανείμει τα κέρδη ως μέρισμα (Dividend) στους μετόχους της, να τα παρακρατήσει για να χρηματοδοτήσει επενδυτικά προγράμματα ή να προβεί σε συνδυασμό των δυο παραπάνω στρατηγικών. Πρακτικά οι αποφάσεις αυτές καθορίζουν το βαθμό της εσωτερικής χρηματοδότησης μιας επιχείρησης. Επιπλέον η Μερισματική Πολιτική παρέχει σημαντική πληροφόρηση στους μετόχους σχετικά με τις επιδόσεις και την πορεία της εταιρίας.
Οι αποφάσεις που σχετίζονται με τη Μερισματική Πολιτική λαμβάνονται παράλληλα με τις αποφάσεις που αφορούν στην κεφαλαιακή διάρθρωση της επιχείρησης και στον προϋπολογισμό επενδύσεων κεφαλαίου. Η απόφαση για την πολιτική που θα υιοθετήσει τελικά μια επιχείρηση περιορίζεται από την αντίστοιχη απόφαση που είχε πάρει στο παρελθόν καθώς οι επιχειρήσεις στην πλειοψηφία τους αποφεύγουν να μεταβάλλουν συχνά τη μερισματική τους πολιτική.[1]
Συνήθως οι εταιρίες που διανέμουν μέρισμα έχουν περάσει το στάδιο της ανάπτυξης και δε χρειάζεται να επανεπενδύουν συνεχώς τα κέρδη τους, οπότε επιλέγουν την εναλλακτική της πληρωμής μερισμάτων στους μετόχους τους σε αντίθεση με τις εταιρίες υψηλής ανάπτυξης που προβαίνουν σε επανεπένδυση των κερδών τους με σκοπό τη διατήρηση της ανάπτυξης αυτής.[2]
Ιδανική μερισματική πολιτική θεωρείται εκείνη που μεγιστοποιεί την αγοραία αξία της επιχείρησης. [3]
Πίνακας περιεχομένων
- 1 Τύποι Μερισμάτων
- 2 Σημαντικές Ημερομηνίες
- 3 Βασικά χαρακτηριστικά της Πολιτικής Μερίσματος
- 4 Πηγές Αποδόσεων των μετόχων
- 5 Παράγοντες που επηρεάζουν τη Μερισματική Πολιτική
- 6 Θεωρίες Μερισματικής Πολιτικής
- 7 Πολιτικές Διανομής Μερίσματος
- 8 Διάσπαση & Αντίστροφη Διάσπαση μετοχών
- 9 Επαναγορά Ιδίων Μετοχών
- 10 Αναφορές
- 11 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Τύποι Μερισμάτων
Οι εταιρίες διανέμουν διαφορετικά ήδη μερισμάτων:[4]- Μέρισμα σε Μετρητά (Cash Dividends)
- Μέρισμα σε Μετοχές (Stock Dividends)
- Μέρισμα σε Ομόλογα (Bond Dividend)
- Μέρισμα σε Είδος (Property Dividends)
- Ιδιαίτερα ή Έκτακτα Μερίσματα (Special Dividends)
Σημαντικές Ημερομηνίες
[5][6]- Ημερομηνία Ανακοίνωσης (Declaration date) : Η ημερομηνία κατά την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο δηλώνει επίσημα πως θα προβεί σε πληρωμή μερισμάτων. Την ημερομηνία αυτή ανακοινώνονται επίσης η ημερομηνία πληρωμής και η ημερομηνία καταχώρισης.
- Ημερομηνία Αποκοπής ή Προ-μερίσματος (Ex-dividend date) : Η ημερομηνία κατά την οποία τελειώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του μερίσματος, που είναι δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία καταχώρισης.
- Ημερομηνία Καταχώρισης (Date of record): Ημερομηνία κατά την οποία (ή πριν από την οποία) οι μέτοχοι έχουν επίσημα καταγράψει τους τίτλους ιδιοκτησίας τους και είναι αυτοί οι οποίοι πρόκειται να λάβουν την επόμενη καταβολή μερίσματος.
- Ημερομηνία Πληρωμής (Payment date): Η ημερομηνία κατά την οποία η εταιρία στέλνει επιταγή μερίσματος σε κάθε μέτοχο ή αντίστοιχα κατατεθεί σε κάποιο χρηματιστηριακό λογαριασμό.
Βασικά χαρακτηριστικά της Πολιτικής Μερίσματος
[1]- Ποσοστό Διανεμόμενων Κερδών (Dividend Payout Ratio): το ποσοστό των κερδών που διανέμεται στους μετόχους με τη μορφή μερισμάτων.
Μέρισμα ανά Μετοχή Ποσοστό Διανεμόμενων Κερδών = ———————————————————— Kέρδη ανά Μετοχή
- παράδειγμα:
- Αν το μέρισμα ανά μετοχή (dividend per share) είναι €1 και τα κέρδη ανά μετοχή (earnings per share) είναι €2,5 τότε το ποσοστό των διανεμόμενων κερδών είναι 1 / 2,5 = 0,4 = 40%.
- Το συμπλήρωμα του ποσοστού διανεμομένων κερδών είναι το Ποσοστό Παρακρατουμένων Κερδών (retention rate) και αποτελεί το ποσοστό των ετήσιων καθαρών κερδών που παρακρατείται από την επιχείρηση για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών της προγραμμάτων.
Ποσοστό Παρακρατουμένων Κερδών = 1 - Ποσοστό Διανεμόμενων Κερδών
- Η σταθερότητα (ή μη) του μερίσματος διαχρονικά.
- Το ύψος (σε €) του επόμενου προς διανομή μερίσματος.
Πηγές Αποδόσεων των μετόχων
[1]- Μερισματική Απόδοση (Dividend Yield)
Τρέχον Ετήσιο Ρευστό Μέρισμα Μερισματική Απόδοση = ——————————————————————————————————————————————————————— Τρέχουσα Χρηματιστηριακή Τιμή Μετοχής της Επιχείρησης
- παράδειγμα:
- Αν μια μετοχή πληρώνει μέρισμα €1 σε διάστημα ενός χρόνου και διαπραγματεύεται στα €25, τότε έχει Μερισματική Απόδοση = 1 / 25 = 0,04 = 4%.
- Κέρδη ή Ζημιές Κεφαλαίου (Capital Gains)
Παράγοντες που επηρεάζουν τη Μερισματική Πολιτική
Μια εταιρία της οποίας η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει σχετικά σταθερή ζήτηση και σταθερά κέρδη, μπορεί να υιοθετήσει μια σταθερή μερισματική πολιτική. Από την άλλη μια εταιρία που ασχολείται με είδη πολυτελείας έχει ακανόνιστη ροή εισοδήματος και δε μπορεί να ακολουθήσει σταθερή μερισματική πολιτική. Γενικά, εταιρίες που ασχολούνται δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με καθημερινές ανάγκες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας κλπ έχουν σταθερό εισόδημα.Η μερισματική πολιτική επηρεάζεται από το εάν μια εταιρία είναι χρόνια σε λειτουργία και έχει καθιερωθεί ή είναι νέα. Μια νεοσύστατη εταιρία δεν έχει την πολυτέλεια να διανείμει υψηλό ποσοστό μερίσματος από την αρχή, δεδομένου ότι πρέπει να καταφύγει στα παρακρατημένα κέρδη για να καλύψει τις ανάγκες της προς επέκταση. Αντίθετα μια καθιερωμένη επιχείρηση που έχει ήδη δημιουργήσει αποθεματικά μπορεί να είναι πιο ελεύθερη στη διανομή μερίσματος.
- Παλαιότερα Μερίσματα
- Οι Προτιμήσεις των μετόχων [9]
- • Αν οι μέτοχοι επιβαρύνονται με υψηλούς φόρους ίσως προτιμούν τα κεφαλαιακά κέρδη έναντι της πληρωμής μερίσματος.
- • Άλλες επενδυτικές ευκαιρίες που πιθανόν να προκύπτουν.
- • Σε ατομικές επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις που ελέγχονται από λίγους μετόχους, ο έλεγχος γίνεται πιο εύκολα αν οι μέτοχοι επιμένουν σε μια πολιτική που ελαχιστοποιεί την ανάγκη εξωτερικής χρηματοδότησης και άρα χαμηλής διανομής μερίσματος.
- Πρόσοδοι [9]
- Επενδυτικές ευκαιρίες [9]
- Στρατηγική Κεφαλαιακής Διάρθρωσης [9]
Σύμφωνα με τους Miller και Modigliani η ανακοίνωση του μερίσματος παρέχει πληροφοριακό περιεχόμενο σχετικό με τις προοπτικές και τη μελλοντική πολιτική μιας εταιρίας.Μια μη αναμενόμενη αύξηση στα μερίσματα σηματοδοτεί για την επιχείρηση επερχόμενη πρόοδο και υψηλά μελλοντικά κέρδη σε αντίθεση με τη μείωση μερισμάτων που υποδηλώνει επερχόμενη πτώση απόδοσης. Αν η Διοίκηση μιας εταιρίας πιστεύει σε μελλοντική ανάπτυξή της, τότε πιθανώς να αυξήσει τα μερίσματα γεγονός που οι επενδυτές λαμβάνουν ως θετικό σήμα κάτι που αποτελεί και στόχο της εταιρίας. Από την άλλη εταιρίες με επιτυχημένη πορεία ίσως παρακρατούν κέρδη, λόγω του ότι συγκριτικά με την έκδοση μερισμάτων και νέων μετοχών η εσωτερική χρηματοδότηση είναι λιγότερο δαπανηρή. Αντίθετα, λιγότερο επιτυχημένες εταιρίες ίσως προτιμήσουν τη διανομή μερισμάτων ως μια μέθοδο αποεπένδυσης.
- Σταθερότητα [8]
Οι τυχόν αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, οι βιομηχανικές πολιτικές και οι πολιτικές απασχόλησης που ακολουθεί επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Τα κέρδη τους επηρεάζονται είτε θετικά είτε αρνητικά και για το λόγο αυτό πρέπει να προσαρμόζει τη μερισματική της πολιτική στις εκάστοτε αλλαγές. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κυβέρνηση ίσως αποφασίσει περιορισμό στο ποσοστό του μερίσματος για ορισμένες βιομηχανίες ή την επιβολή φόρου αν το ποσοστό του μερίσματος υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ύψος, αποφάσεις που σαφώς επηρεάζουν τις επιχειρήσεις.
- Φορολογία [8]
- Η Στάση της Διοίκησης [7]
Παράγοντες που ευνοούν την υψηλή μερισματική πολιτική
- Επιθυμία για υψηλό τρέχον εισόδημα [9]
Υπάρχουν ομάδες επενδυτών που ανάλογα με τις ανάγκες τους έχουν διαφορετικές προτιμήσεις σχετικά με το ύψος και τον τρόπο πληρωμής του μερίσματος από μια εταιρία στην οποία έχουν επενδύσει. Κάποιοι μέτοχοι προτιμούν τις μετοχές που δε δίνουν μέρισμα, άλλοι αυτές που δίνουν τακτικά ενώ άλλοι κινούνται υπέρ μερισμάτων ή κεφαλαιακών κερδών με βάση φορολογικούς λόγους. Το αποτέλεσμα πελατείας υποδηλώνει πως οι διαφορές στις προτιμήσεις είναι και αυτές που ωθούν έναν επενδυτή στο να επιλέξει ή όχι μια εταιρία με κριτήριο τη μερισματική της πολιτική. Επομένως η διοίκηση της επιχείρησης προσαρμόζει τη μερισματική της πολιτική προς ικανοποίηση περισσότερων επενδυτών επιφέροντας έτσι αλλαγές στη μετοχική της σύνθεση και κατ’ επέκταση στην τιμή της μετοχής.
- Φορολογικοί λόγοι [8]
Έχει διαπιστωθεί πως αυξήσεις στην τιμή των μετοχών σχετίζονται με αντίστοιχες ανακοινώσεις αύξησης στα μερίσματα κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η θεωρία της Μη Σχετικότητας του Μερίσματος. Σε περιπτώσεις που η Διοίκηση γνωρίζει περισσότερα για τις μελλοντικές προοπτικές της επιχείρησης από όσους βρίσκονται εκτός αυτής, μπορεί να περάσει ως μήνυμα αυτή την επιπλέον γνώση στους επενδυτές μέσω αλλαγών στην μερισματική πολιτική. Κατά συνέπεια οι μεταβολές στα μερίσματα έχουν πληροφοριακό περιεχόμενο. Η αύξηση των μερισμάτων είναι ένα αξιόπιστο μήνυμα σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις της επιχείρησης καθώς ακόμα και αν η διοίκηση επιχειρήσει να δώσει ψευδή σημάδια αυξάνοντας τα μερίσματα σήμερα θα αναγκαστεί να τα μειώσει στο μέλλον, μια κίνηση στην οποία ελάχιστοι διοικούντες θα ήταν πρόθυμοι να προβούν
Συχνά σε περιπτώσεις στις οποίες η διοίκηση μιας εταιρίας δε συμπίπτει με τους ιδιοκτήτες της ανακύπτουν προβλήματα σύγκρουσης συμφερόντων κυρίως λόγω των διαφορετικών στόχων της κάθε ομάδας. Η σύγκρουση αυτή είναι γνωστή ως σύγκρουση αντιπροσώπευσης (agency conflict) και επιφέρει επιπλέον δαπάνες όπως για παράδειγμα κόστη που απαιτούνται για τον έλεγχο της διοίκησης. Τα κόστη αυτά καλούνται κόστη αντιπροσώπευσης. Η πρωτογενής αγορά δρα ως ένας τρόπος ελέγχου της διοίκησης που τυχόν αποκλίνει από τα συμφέροντα των μετόχων. Το κόστος έκδοσης νέων μετοχών αντισταθμίζεται από το χαμηλότερο κόστος αντιπροσώπευσης. Όταν μια επιχείρηση πληρώνει μερίσματα, χρειάζεται συχνά να αυξάνει τα εξωτερικά της κεφαλαία, ακόμη όμως και αν δε χρειάζεται αύξηση της εξωτερικής χρηματοδότησης, η πληρωμή μερισμάτων μειώνει το ύψος των ελεύθερων ταμειακών ροών που είναι διαθέσιμα στους διοικούντες και έτσι μειώνεται και πάλι το κόστος αντιπροσώπευσης.
- Απόφαση Αβεβαιότητας [9]
Παράγοντες κατά της υψηλής μερισματικής πολιτικής
Όταν τα κεφαλαιακά κέρδη τυγχάνουν ευνοϊκότερης φορολογικής αντιμετώπισης σε σχέση με τα μερίσματα οι επενδυτές προτιμούν τα κεφαλαιακά κέρδη αφού τα τελευταία φορολογούνται μόνο αφότου έχουν πραγματοποιηθεί και επομένως είναι δυνατή η αναβολή της φορολογίας.Οι επενδυτές υφίστανται τα μεταβιβαστικά κόστη της επανεπένδυσης των εισοδημάτων που προέρχονται από τα μερίσματα ενώ οι εταιρίες ίσως πρέπει να πληρώσουν είτε για πληθωριστικά κόστη σε περίπτωση που τα μερίσματα χρηματοδοτούνται από την έκδοση νέων μετοχών είτε για αμοιβές δανεισμού.
Θεωρίες Μερισματικής Πολιτικής
Υπάρχουν τρεις θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να εξετάσουν την επίδραση της μερισματικής πολιτικής στις προτιμήσεις των επενδυτών και επομένως στην αξία της εταιρίας.[1][11]Θεωρία | Αποτέλεσμα | |
---|---|---|
Α | Miller & Modigliani (1961) | Δεν ξεχωρίζει καμία μερισματική πολιτική ως άριστη - ουδετερότητα |
Β | Lintner (1962) & Gordon (1963) | Η υψηλή μερισματική πολιτική είναι άριστη |
Γ | Litzenberger & Ramaswamy (1979) | Η χαμηλή μερισματική πολιτική είναι άριστη |
Όπως μαρτυρά και ο τίτλος της συγκεκριμένης θεωρίας οι Merton Miller & Franco Modigliani ("The Journal of Business © 1961") σύμφωνα με το ομότιτλο θεώρημά τους ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη μερισματική πολιτική και την τιμή της μετοχής μιας επιχείρησης. Υποστηρίζουν πως οι επενδυτές που κατέχουν κάποιες μετοχές δεν ενδιαφέρονται για τη μορφή και την προέλευση αλλά για το συνολικό ύψος της απόδοσης που λαμβάνουν από αυτές. Άλλωστε η πώληση μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε μετρητά όταν αυτό κριθεί επιθυμητό. Επομένως η εν λόγω θεωρία δεν τάσσεται υπέρ κάποιας συγκεκριμένης μερισματικής πολιτικής την οποία να ξεχωρίζει ως άριστη. Πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές πως τα παραπάνω βασίζονται στην υπόθεση της μη ρεαλιστικής «τέλειας αγοράς» που συνοπτικά υπονοεί τη ΜΗ ύπαρξη:
-
- Φόρων εισοδήματος ιδιωτών και επιχειρήσεων
- Κόστους έκδοσης και διάθεσης μετοχών, κόστους συναλλαγών και κόστους μεταβίβασης.
- Προτίμησης μεταξύ εισοδήματος από μερίσματα και εισοδήματος από κέρδη κεφαλαίου από πλευράς των επενδυτών.
- Εξάρτησης μεταξύ επενδυτικής και μερισματικής πολιτικής της επιχείρησης
- Ασύμμετρης πληροφόρησης
Β. Η θεωρία του «Καλύτερα πέντε και στο χέρι» (Bird-in-the-Hand-Theory)
Η θεωρία του «Καλύτερα πέντε και στο χέρι» βασίζεται κατά κύριο λόγο στις εργασίες του M. Gordon ("The Journal of Finance © 1963") και του J. Lintner ("The Review of Economics and Statistics © 1962"). Η συγκεκριμένη θεωρία εστιάζει στον παράγοντα της αβεβαιότητας που αισθάνονται οι μέτοχοι και υποστηρίζει πως οι παρούσες αποδόσεις των μερισμάτων έχουν μικρότερο βαθμό αβεβαιότητας συγκριτικά με τις μελλοντικές αποδόσεις των κεφαλαιακών κερδών που εμπεριέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Άρα με δεδομένο το χαμηλότερο κίνδυνο που έχουν τα μερίσματα σε σχέση με αυτό των κερδών κεφαλαίου, όσο αυξάνεται το ποσοστό των διανεμομένων κερδών το κόστος του μετοχικού κεφαλαίου μειώνεται και η τιμή της μετοχής αυξάνεται. Συμπερασματικά για να επιτευχθεί ο στόχος κάθε επιχείρησης, που είναι η μεγιστοποίηση της τιμής της μετοχής της, το ποσοστό των διανεμομένων κερδών της θα πρέπει να είναι μεγάλο. Οι Miller και Modigliani εναντιώθηκαν στην άποψη αυτή γι’ αυτό και την ονόμασαν «πλάνη του καλύτερα πέντε και στο χέρι» (bird-in-the-hand-theory fallacy).
Γ. Η θεωρία της Φορολογικής Διαφοροποίησης (Tax Preference Theory)
Η θεωρία της Φορολογικής Διαφοροποίησης προέρχεται κυρίως από τους R. H. Litzenberger & του K. Ramaswamy ("The Effect of Personal Taxes and Dividends on Capital Asset Prices © 1971"). H εν λόγω θεωρία υπογραμμίζει την προτίμηση των επενδυτών προς το μελλοντικό εισόδημα που προέρχεται από την επανεπένδυση των κερδών έναντι του τρέχοντος εισοδήματος από τα μερίσματα. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στη διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση μεταξύ των δύο που κλίνει υπέρ των κεφαλαιακών κερδών αλλά και στη δυνατότητα που έχει ένας επενδυτής να αναβάλει την πληρωμή του φόρου μέχρις ότου πουλήσει τις μετοχές του. Όταν συμβεί αυτό σε μελλοντικό χρόνο δηλαδή θα αποκτήσει κέρδη κεφαλαίου για τα οποία σαφώς και θα φορολογηθεί, λαμβάνοντας όμως υπόψη τη χρονική αξία του χρήματος γίνεται φανερό πως το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι ευνοϊκότερο. Έτσι προτείνεται η εφαρμογή μιας πολιτικής χαμηλών μερισμάτων για την επίτευξη της μεγιστοποίησης της τιμής της μετοχής που επιθυμούν οι επιχειρήσεις.
Πολιτικές Διανομής Μερίσματος
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑΥπολειμματική Μερισματική Πολιτική (Residual Dividend Policy)
[11] Σύμφωνα με αυτή, τα κέρδη διατίθενται πρωτίστως για τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων και όταν προκύπτουν περισσευούμενα κεφάλαια διανέμονται ως μερίσματα.
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΑ
Πολιτική Σταθερών Μερισμάτων (Stable Dividend Policy)
[12][13] Καλείται η πολιτική που ακολουθεί μια επιχείρηση η οποία καταβάλλει σε μόνιμη βάση ένα σταθερό ποσό μερίσματος και το διατηρεί ανεξαρτήτως διακυμάνσεων στο επίπεδο των κερδών της. Η πολιτική αυτή θεωρείται επιθυμητή από τη διοίκηση των εταιριών. Επίσης οι περισσότεροι από τους μετόχους προτιμούν τα σταθερά μερίσματα αφού, με όλα τα άλλα να παραμένουν σταθερά, τα σταθερά μερίσματα έχουν θετική επίπτωση στην τιμή αγοράς της μετοχής.
Τρεις από τις πολιτικές μερίσματος που χρησιμοποιούνται συχνά είναι οι εξής:
-
- Σταθερό μέρισμα ανά μετοχή (Constant Dividend per Share)
- Η πολιτική αυτή βασίζεται στην καταβολή ενός σταθερού μερίσματος σε κάθε περίοδο. Ορισμένες εταιρίες υιοθετούν την πολιτική πληρωμής ενός σταθερού ποσού ανά μετοχή ως μέρισμα κάθε περιόδου, μη λαμβάνοντας υπόψη τυχόν διακυμάνσεις στα κέρδη της εταιρίας. Η συγκεκριμένη πολιτική δεν υπονοεί πως το μέρισμα ανά μετοχή ή το ποσοστό μερίσματος δεν αυξάνονται ποτέ. Όταν η εταιρία φθάνει σε ένα νέο επίπεδο κερδών και αναμένει να το διατηρήσει, το ετήσιο μέρισμα ανά μετοχή μπορεί να αυξηθεί. Επενδυτές που έχουν τα μερίσματα ως μοναδική πηγή εισοδήματος προτιμούν την εν λόγω πολιτική.
-
- Πολιτική Σταθερής Αναλογίας Πληρωμής (Constant Dividend Payout Ratio)
- Ο λόγος μερίσματος προς κέρδη είναι γνωστός ως Αναλογία Πληρωμής [14] (Payout Ratio). Όταν ένα σταθερό ποσοστό των κερδών καταβάλλεται ως μέρισμα σε κάθε περίοδο, η υιοθετούμενη πολιτική χαρακτηρίζεται ως Σταθερής Αναλογίας Πληρωμής. Δεδομένου ότι τα κέρδη παρουσιάζουν διακυμάνσεις, μια τέτοια πολιτική συνεπάγεται διακυμάνσεις και στα μερίσματα. Διασφαλίζει ότι καταβάλλονται μερίσματα όταν πραγματοποιούνται κέρδη ενώ αποφεύγονται όταν παρουσιάζονται ζημίες.
-
- Χαμηλό Τακτικό Μέρισμα συν Έκτακτο (Low Regular Dividend Plus Extra Policy)
- Η πολιτική που προσδιορίζεται από την καταβολή ενός χαμηλού τακτικού μερίσματος συν ενός πρόσθετου μερίσματος αποτελεί ουσιαστικά μια ενδιάμεση των δύο προηγούμενων πολιτικών (σταθερού μερίσματος και σταθερής αναλογίας). Μια πολιτική σαν και αυτή δίνει στην εταιρία ευελιξία ενώ οι μέτοχοι μπορούν να στηρίζονται στο ότι θα τους καταβληθεί τουλάχιστον ένα ελάχιστο μέρισμα. Υιοθετείται συχνά από εταιρίες με σχετικά ευμετάβλητα κέρδη από χρόνο σε χρόνο. Η συγκεκριμένη πολιτική μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και σε περιπτώσεις που τα κέρδη μειώνονται οπότε επιπλέον μερίσματα θα καταβάλλονται μόνο όταν υπάρχει πλεόνασμα κεφαλαίου.
Διάσπαση & Αντίστροφη Διάσπαση μετοχών
Η Διάσπαση Μετοχών [15] (Stock Split) είναι μια μέθοδος αύξησης του αριθμού των υπαρχόντων μετοχών χωρίς να αλλάζει η συνολική ονομαστική τους αξία καθώς προϋποθέτει παράλληλη μείωση της ονομαστικής και χρηματιστηριακής αξίας της κάθε μετοχής. Οι Διευθυντές μιας εταιρίας μέσω της απόφασης για διάσπαση μετοχών καθιστά την ιδιοκτησία μετοχών πιο προσιτή σε μια ευρύτερη βάση επενδυτών.-
- Ένα μέρισμα σε μετοχές αποτελεί πρακτικά τρόπο πληρωμής μερίσματος ενώ η διάσπαση μετοχών όχι.
- Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν εμπεριέχεται πληρωμή μετρητών ενώ και οι δύο έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερο αριθμό μετοχών με αμετάβλητο το τελικό ποσοστό ιδιοκτησίας των μετόχων.
- Από μόνη της η διάσπαση μετοχών όπως και το μέρισμα σε μετοχές δεν αλλάζουν τον πλούτο των μετόχων έχουν όμως σε γενικές γραμμές ευνοϊκές ψυχολογικές επιπτώσεις για τους ιδιοκτήτες.
- Η ανακοίνωση διάσπασης ή μεγάλου μερίσματος σε μετοχές δίνει θετικό σήμα στην αγορά και υποδηλώνει την αυτοπεποίθηση της διοίκησης για περαιτέρω ανάπτυξη κάτι που προκαλεί αυξητική τάση στην τιμή της μετοχής.
Επαναγορά Ιδίων Μετοχών
Η Επαναγορά Ιδίων Μετοχών [9][16](Stock Repurchase) όπως υποδηλώνει και το όνομά της αφορά στην τακτική μιας εταιρίας να αγοράζει τις ίδιες τις μετοχές της. Με μια τέτοια κίνηση η διοίκηση της εταιρίας δίνει συνήθως ένα θετικό σήμα στην αγορά αφού υπονοεί πως θεωρεί τις μετοχές της υποτιμημένες. Έτσι μειώνει τον αριθμό των μετοχών που έχει σε κυκλοφορία, αυξάνει τα κέρδη ανά μετοχή και τείνει να ανυψώσει την αξία αγοράς των υπολοίπων μετοχών.http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE#cite_note-3
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες