14/1/14

Ένα βράδυ στη Βασ. Σοφίας (Αποκλειστικό)

14 Ιανουαρίου 2014 στις 7:57 μ.μ.

Μήνες τώρα είναι κάτι ταλαιπωρημένα γεροντάκια που στέκονται υπομονετικά σε μια γωνιά της Βασ. Σοφίας λίγο πριν το Χίλτον. Με τους γιακάδες σηκωμένους ως τ' αυτιά και τα χέρια χωμένα βαθιά μέσα στις άδειες τσέπες περνούν τις ώρες τους στο παγωμένο πεζοδρόμιο. 

Είχαν ακούσει από παλιά πως κάποια βράδια όταν τελειώνει αργά απ το γραφείο του ανηφορίζει κι αυτός την λεωφόρο με τα πόδια και από τότε κάθε βράδυ στήνονται στο ίδιο σημείο μήπως και τον συναντήσουν. Συνταξιούχοι βλέπεις. 

Χρόνος ατέλειωτος, είναι σκατά και η τηλεόραση οπότε η βραδινή αναμονή τους έγινε συνήθεια. Χαλάλι όμως το κρύο και τ' αγιάζι, αν είναι να τον δουν από κοντά και να του σφίξουν έστω και μια φορά το χέρι. Το αξίζει. Το αξίζει γιατί τους έσωσε από τη δραχμή. Το αξίζει γιατί οι θυσίες τους έπιασαν τόπο. 

Χαλάλι και το κρύο, χαλάλι και η ψωροσύνταξη, στο διάολο και τα κωλοφάρμακα. Τι αξίζουν όλα αυτά μπροστά στο πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε το παλικάρι; Αφού πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικές μας θα είναι και οι συντάξεις και τα φάρμακα, μουρμούριζαν με ευγνωμοσύνη καθώς περίμεναν στην γωνία το παλικάρι με το πλεόνασμα στη μασχάλη.


Αυτά έλεγαν και ξανάλεγαν και χτες όπως κάθε βράδυ, ώσπου ο ίσκιος του έπεσε βαρύς πάνω στους σηκωμένους τους γιακάδες. Ήταν Αυτός. Φτυστός ο ήλιος κι αυγή. Λεβέντης και καμαρωτός κατέβαινε την άδεια λεωφόρο. Τα μάτια τους βούρκωσαν. 

Θαρρείς από το κρύο που τους περόνιαζε ως το κόκκαλο ή από τη συγκίνηση; Τα χέρια βγήκαν ξυλιασμένα από τις άδειες τσέπες και απλώθηκαν με δέος προς το μέρος του. Ήθελαν να τον αγκαλιάσουν στοργικά σα να' τανε παιδί τους μα συγκρατήθηκαν. 

Αρκέστηκαν στο άπλωμα του γερασμένου τους χεριού. Μα αυτός δεν ήξερε από τέτοια και άνοιξε μεμιάς την τεράστια αγκαλιά του που θαρρείς χωράει όλη την Ελλάδα και τους έσφιξε πάνω του.


Για σας το κάνω τους εξομολογήθηκε με σεβασμό. Για σας πασχίζω μέρα νύχτα τους είπε με στοργή. Για σας και τα εγγόνια σας με έχει ξεχάσει το σπίτι μου ενάμιση χρόνο τώρα. Για όσα σας υποσχέθηκα στο Ζάππειο παλεύω με θεούς και δαίμονες, τους είπε χαλαρώνοντας την σφιχτή αγκάλη.

 Τίποτα δεν θα με σταματήσει από την ιερή προσπάθεια και μάρτυς μου ο μεγαλοδύναμος αν δεν αποκαταστήσω τις αδικίες που αδιαμαρτύρητα υπομείνατε τόσα χρόνια. Τους έδειξε με καμάρι το δρόμο γύρω του κι αυτοί δεν είδαν ούτε έναν λαθρομετανάστη. Για σας ανακατέλαβα την πόλη μας τους είπε κι αυτοί ξέσπασαν σε ένα αυθόρμητο χειροκρότημα.

Ένας από αυτούς πήρε το θάρρος να μιλήσει. Το είχε ξανακάνει βλέπεις. Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν μπροστά σε έναν πρωθυπουργό. Πριν χρόνια είχε την τύχη να βρεθεί στο διάβα του Γιώργου. Και τότε χωρίς κανέναν δισταγμό είχε βάλει το χέρι στην τσέπη και του είχε προσφέρει την επιταγή με ολόκληρη τη σύνταξη για το καλό του τόπου. 

Με το ίδιο θάρρος κοίταξε στα μάτια και τον Αντώνη και του μίλησε με τρεμάμενη φωνή. Γιέ μου, του είπε, τριακόσια ευρώ απέμειναν από την σύνταξη αλλά κι αυτά θυσία θα στα κάμω αν είναι να σωθούμε. 

Δεν πρόλαβε να συνεχίσει κι ο γιός τον έπιασε απ' το χέρι. Πατέρα, του απάντησε, γιατί έτσι σε βλέπω σαν πατέρα, δεν θέλω τίποτε άλλο από εσένα, το χρέος σου το έκανες και με το παραπάνω. Όχι, δεν θέλω άλλη θυσία από εσένα. Γύρνα στο σπίτι σου, αυτό μονάχα σου ζητώ και άσε τα όλα επάνω μου. 

Πήγαινε σπίτι σου, άναψε το καλοριφέρ σου και περίμενε. Ένα από τα επόμενα πρωινά ο ταχυδρόμος θα σου χτυπήσει το κουδούνι για να σου φέρει κάτι από εμένα, συνέχισε καθώς ένας λυγμός ανέβαινε στον λαιμό του. Θα είναι το πλεόνασμα πατέρα, ήταν τα τελευταία λόγια του πριν αποχαιρετίσει την σεβάσμια συντροφιά. 

Τους άφησε πίσω του και άνοιξε αποφασιστικά το βήμα του να μην αργήσει στο ραντεβού που τον περίμεναν στο Χίλτον. Γαμώ το κεφάλι μου ο μαλάκας τι κάθομαι και λέω βραδιάτικα, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια και πήρε τηλέφωνο τον Γιώργο να του υπαγορεύσει το αυριανό ρεπορτάζ...



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες

About Me