Αγάπησα έναν παπά!
Παίδες,
προσδεθείτε γιατί έχω μια τιτανοτεράστια αποκάλυψη να σας κάνω. Αγάπησα
έναν παπά!
Δεν θέλω να αδικήσω τον κλάδο, αλλά μέχρι αυτή τη στιγμή οι παπάδες που είχα συναντήσει στη ζωή μου ήταν ή χοντροί, είτε χοντρότεροι. Μη βρίζετε εσείς τα παχουλά, ξέρω: Ο Χοντρός είναι καλός κι οι καλοί παντού χωράνε (και στην καρδιά μου).
Αλλά μόλις έπεφτα πάνω στον κοιλαρά τον παπά μού ξαναρχόταν στο μυαλό ένα βιντεάκι που είχα δει μικρή και μου τσάκισε την ευκαιρία να αράξω μεταθανατίως εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως (όπου θα ναι κρύες οι μπύρες): παπάδες σε μια εκκλησία στα Τέμπη που άνοιγαν το κουτί με τους οβολούς των πιστών και άρπαζαν τα φράγκα σαν τα κοράκια.
Τα βάζαν στις τσέπες, σε σακούλες, μέσα στα γένια τους, μέσα στα βρακιά τους, παντού. Αυτό το αηδιαστικό θέαμα αποτελείωσε το έργο που είχε ήδη κάνει μέσα μου το άθλιο παιδικό τραγουδάκι «ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή». Δήλωσα λοιπόν τότε στον πατέρα μου ότι αν ξαναδώ παπά στον δρόμο θα στρίψω γωνία. Συμφώνησε.
(Σάμπως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Εκείνος είναι ο πρώτος διδάξας του στρίβειν γωνία: Βλέπει δανειστή; Στρίβει γωνία. Βλέπεις σύζυγο γκόμενάς του; Στρίβει γωνία. Βλέπει σύζυγο δική του; Στρίβει γωνία)
Ένα περίεργο πράμα όμως, παίδες μου αγαπημένοι: Έρχεται πάντα ο καιρός που ό,τι δήλωση έχω κάνει μου την τρίβει στα μούτρα. Ε, και τώρα αυτό έπαθα: Εκεί που έβριζα το παπαδαριό, συνάντησα λοιπόν έναν γαμάτο παπά. Πρώτα απ΄ όλα να ξεκαθαρίσω κάτι. Η συνάντησή μας ήταν τυχαία. Δεν τον γνώρισα ούτε στην εξομολόγηση (τι αμαρτίες έχω εγώ, άλλωστε;
Εγώ είμαι σαν τη Ρίτα: Μια ζωή πληρώνω αμαρτίες αλλωνών), ούτε στη θεία μετάληψη, την οποία αποφεύγω ως Λίντα Μπλερ-Αντιχρίστου. Τον συνάντησα σε μια κηδεία συνταξιούχου once upon a time διευθυντή της μάνατζερ, τόσο ορθολογιστή που υποψιάζομαι πως έφυγε κατ΄ εντολήν Σαμαρά (ήταν Δεξιός, υπερφιλελέ και θεωρούσε υπερβολή το να ζουν υπερβολικά οι συνταξιούχοι γιατί θα ναυαγήσουν τα ταμεία. Σοβαρά τώρα, μερικοί άνθρωποι είναι πραγματικοί ιδεολόγοι. Μόλις έφτασε τον μέσο ευρωπαϊκό όρο ζωής για άντρες, άρπαξε μια πνευμονία και την έκανε σαν καλός πολίτης)
Στην κηδεία του λοιπόν βαριέμαι κ.λπ. Μαζί μου βαριούνται και οι συγγενείς που τον είχαν πια ξεχάσει για να λυπούνται, οι συνάδελφοι δεν τον ήξεραν καν για να λυπούνται, η χήρα που τον ήξερε πολύ για να λυπάται κ.λπ. Γενικά, ζωή σε λόγου μας και βάλε λίγο κονιάκ γιατί βλέπω πως είναι ΜΕΤΑΞΑ και κρίμα να πάει χαμένο.
Και τότε βλέπω πως ο παπάς, ένας γεράκος αδυνατούλης και γαλανομάτικος, εκεί που έλεγε το «Ποια του βίου τριβή διαμένει λύπης αμέτοχος» αρχίζει να κλαίει. Πάγωσαν οι τεθλιμμένοι συγγενείς. Αυτός κάθισε λίγο βουβός με τα μάτια να τρέχουν σαν βρύσες και μετά είπε τρέμοντας:
«Με συγχωρείτε, αδελφοί. Ο κεκοιμημένος ήταν συγκάτοικός μου στο πανεπιστήμιο. Μέναμε στην ίδια κάμαρα στο Γουδή. Αυτός ιατρική, εγώ θεολογική. Μοιραζόμασταν το ψωμί. Τα πάντα μοιραζόμασταν. Μετά χαθήκαμε. Πήραμε άλλους δρόμους. Και ξαφνικά τον είδα εδώ μπροστά μου νεκρό να περιμένει να τον κατευοδώσω εγώ στην αγκαλιά του Κυρίου.
Με συγχωρείτε, αλλά εγώ δεν βλέπω ό,τι βλέπετε. Βλέπω ένα παλικάρι 18 χρονών, που δεν το ξέχασα ποτέ γιατί μου είπε μια μέρα: Μην ξαναπείς αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν, σε παρακαλώ. Είναι βλακεία. Κανείς δεν αγαπάει τον εαυτό του, δεν το βλέπεις; Τον τσαλαπατάμε τον εαυτό μας, τον υποτιμάμε, τον περιφρονούμε κάθε μέρα.
Και μετά θυμώνουμε τόσο που το κάνουμε αυτό που στρεφόμαστε εναντίον των άλλων. Τους υποτιμάμε, τους τσαλαπατάμε, τους περιφρονούμε. Να λες Αγάπα τον πλησίον σου, αδερφέ. Αγάπα τον. Αλλιώς, μην τον πλησιάζεις.»
Αμήν! Φώναξα μόνη εγώ μέσα στο έκπληκτο ποίμνιο και έστειλα στο γαλανομάτικο γεροντάκι το πιο σβουριχτό άυλο φιλί που έχει πάρει ποτέ παπάς σε κηδεία.
Δεν θέλω να αδικήσω τον κλάδο, αλλά μέχρι αυτή τη στιγμή οι παπάδες που είχα συναντήσει στη ζωή μου ήταν ή χοντροί, είτε χοντρότεροι. Μη βρίζετε εσείς τα παχουλά, ξέρω: Ο Χοντρός είναι καλός κι οι καλοί παντού χωράνε (και στην καρδιά μου).
Αλλά μόλις έπεφτα πάνω στον κοιλαρά τον παπά μού ξαναρχόταν στο μυαλό ένα βιντεάκι που είχα δει μικρή και μου τσάκισε την ευκαιρία να αράξω μεταθανατίως εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως (όπου θα ναι κρύες οι μπύρες): παπάδες σε μια εκκλησία στα Τέμπη που άνοιγαν το κουτί με τους οβολούς των πιστών και άρπαζαν τα φράγκα σαν τα κοράκια.
Τα βάζαν στις τσέπες, σε σακούλες, μέσα στα γένια τους, μέσα στα βρακιά τους, παντού. Αυτό το αηδιαστικό θέαμα αποτελείωσε το έργο που είχε ήδη κάνει μέσα μου το άθλιο παιδικό τραγουδάκι «ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή». Δήλωσα λοιπόν τότε στον πατέρα μου ότι αν ξαναδώ παπά στον δρόμο θα στρίψω γωνία. Συμφώνησε.
(Σάμπως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Εκείνος είναι ο πρώτος διδάξας του στρίβειν γωνία: Βλέπει δανειστή; Στρίβει γωνία. Βλέπεις σύζυγο γκόμενάς του; Στρίβει γωνία. Βλέπει σύζυγο δική του; Στρίβει γωνία)
Ένα περίεργο πράμα όμως, παίδες μου αγαπημένοι: Έρχεται πάντα ο καιρός που ό,τι δήλωση έχω κάνει μου την τρίβει στα μούτρα. Ε, και τώρα αυτό έπαθα: Εκεί που έβριζα το παπαδαριό, συνάντησα λοιπόν έναν γαμάτο παπά. Πρώτα απ΄ όλα να ξεκαθαρίσω κάτι. Η συνάντησή μας ήταν τυχαία. Δεν τον γνώρισα ούτε στην εξομολόγηση (τι αμαρτίες έχω εγώ, άλλωστε;
Εγώ είμαι σαν τη Ρίτα: Μια ζωή πληρώνω αμαρτίες αλλωνών), ούτε στη θεία μετάληψη, την οποία αποφεύγω ως Λίντα Μπλερ-Αντιχρίστου. Τον συνάντησα σε μια κηδεία συνταξιούχου once upon a time διευθυντή της μάνατζερ, τόσο ορθολογιστή που υποψιάζομαι πως έφυγε κατ΄ εντολήν Σαμαρά (ήταν Δεξιός, υπερφιλελέ και θεωρούσε υπερβολή το να ζουν υπερβολικά οι συνταξιούχοι γιατί θα ναυαγήσουν τα ταμεία. Σοβαρά τώρα, μερικοί άνθρωποι είναι πραγματικοί ιδεολόγοι. Μόλις έφτασε τον μέσο ευρωπαϊκό όρο ζωής για άντρες, άρπαξε μια πνευμονία και την έκανε σαν καλός πολίτης)
Στην κηδεία του λοιπόν βαριέμαι κ.λπ. Μαζί μου βαριούνται και οι συγγενείς που τον είχαν πια ξεχάσει για να λυπούνται, οι συνάδελφοι δεν τον ήξεραν καν για να λυπούνται, η χήρα που τον ήξερε πολύ για να λυπάται κ.λπ. Γενικά, ζωή σε λόγου μας και βάλε λίγο κονιάκ γιατί βλέπω πως είναι ΜΕΤΑΞΑ και κρίμα να πάει χαμένο.
Και τότε βλέπω πως ο παπάς, ένας γεράκος αδυνατούλης και γαλανομάτικος, εκεί που έλεγε το «Ποια του βίου τριβή διαμένει λύπης αμέτοχος» αρχίζει να κλαίει. Πάγωσαν οι τεθλιμμένοι συγγενείς. Αυτός κάθισε λίγο βουβός με τα μάτια να τρέχουν σαν βρύσες και μετά είπε τρέμοντας:
«Με συγχωρείτε, αδελφοί. Ο κεκοιμημένος ήταν συγκάτοικός μου στο πανεπιστήμιο. Μέναμε στην ίδια κάμαρα στο Γουδή. Αυτός ιατρική, εγώ θεολογική. Μοιραζόμασταν το ψωμί. Τα πάντα μοιραζόμασταν. Μετά χαθήκαμε. Πήραμε άλλους δρόμους. Και ξαφνικά τον είδα εδώ μπροστά μου νεκρό να περιμένει να τον κατευοδώσω εγώ στην αγκαλιά του Κυρίου.
Με συγχωρείτε, αλλά εγώ δεν βλέπω ό,τι βλέπετε. Βλέπω ένα παλικάρι 18 χρονών, που δεν το ξέχασα ποτέ γιατί μου είπε μια μέρα: Μην ξαναπείς αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν, σε παρακαλώ. Είναι βλακεία. Κανείς δεν αγαπάει τον εαυτό του, δεν το βλέπεις; Τον τσαλαπατάμε τον εαυτό μας, τον υποτιμάμε, τον περιφρονούμε κάθε μέρα.
Και μετά θυμώνουμε τόσο που το κάνουμε αυτό που στρεφόμαστε εναντίον των άλλων. Τους υποτιμάμε, τους τσαλαπατάμε, τους περιφρονούμε. Να λες Αγάπα τον πλησίον σου, αδερφέ. Αγάπα τον. Αλλιώς, μην τον πλησιάζεις.»
Αμήν! Φώναξα μόνη εγώ μέσα στο έκπληκτο ποίμνιο και έστειλα στο γαλανομάτικο γεροντάκι το πιο σβουριχτό άυλο φιλί που έχει πάρει ποτέ παπάς σε κηδεία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες