Του Στέφανου Κοτζαμάνη
Χωρίς στρατηγική και προσανατολισμό το "καράβι" της ελληνικής
οικονομίας, υπογραμμίζουν οι επιχειρηματίες. Πού σκοντάφτει η
αποκατάσταση της πολύτιμης ρευστότητας. Μισές και -ενίοτε-
αντικρουόμενες οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Την έντονη επιφυλακτικότητά τους για το «success
story» της ελληνικής οικονομίας εκφράζουν παράγοντες της αγοράς, όχι
μόνο γιατί η ζήτηση εξακολουθεί να κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα,
αλλά κυρίως γιατί παρατηρούν σαφή έλλειψη αναπτυξιακής στρατηγικής στην
ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική.
«Το καράβι δείχνει να μην έχει προσανατολισμό, καθώς οι όποιες κινήσεις επιχειρούνται με στόχο την τόνωση της ρευστότητας, τη στροφή προς την παραγωγή και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων είναι συνήθως μισές και αντικρουόμενες», αναφέρει στο Euro2day.gr πρόεδρος εισηγμένης εταιρείας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι οι επιχειρήσεις εκφράζουν την έντονη δυσφορία τους για τη συνεχιζόμενη ξηρασία στο μέτωπο της ρευστότητας, παρά το γεγονός ότι η επανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ολοκληρώθηκε με επιτυχία στις αρχές του καλοκαιριού.
Η αλήθεια είναι πως οι τράπεζες συνεχίζουν να ρουφάνε κεφάλαια από την αγορά μέσω της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης (αποπληρωμές δανείων μεγαλύτερες από τις νέες χορηγήσεις) και δεν αναμένεται ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Και η κυβέρνηση μπορεί να εκφράζει συγκρατημένη αισιοδοξία για περισσότερο χρήμα από τον προσεχή Δεκέμβριο και μετά, ωστόσο η αγορά τηρεί σαφέστατες αποστάσεις από μια τέτοια πρόβλεψη. «Δεν αναμένουμε κάποια σημαντική συνεισφορά του τραπεζικού δανεισμού στην οικονομική ανάπτυξη τόσο στην τρέχουσα χρονιά, όσο και κατά την επόμενη», επισημαίνει σε πρόσφατη έκθεσή της η UBS.
Η αλήθεια είναι πως οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί με αφορμή την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών διαψεύσθηκαν νωρίς-νωρίς, καθώς οι τράπεζες επέλεξαν (ή μάλλον πιέστηκαν να επιλέξουν...) να χρησιμοποιήσουν τα όποια φρέσκα κεφάλαιά τους για να μειώσουν το άνοιγμα προς το ευρύτερο σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Συγκεκριμένα, από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι σήμερα έχουν εισρεύσει στις τράπεζες κεφάλαια ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα από:
• Τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες καλύφθηκαν κατά ένα μέρος από ιδιώτες και κυρίως από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
• Τον «επαναπατρισμό» μέρους των καταθέσεων από το εξωτερικό.
• Τα χρήματα που ρούφηξαν από την αγορά μέσα από την αρνητική πιστωτική επέκταση (αποπληρωμές δανείων υψηλότερες των νέων χορηγήσεων).
• Κάποιες περιορισμένες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία, από τα κεφάλαια αυτά, ούτε 1 ευρώ δεν κατευθύνθηκε στην πραγματική οικονομία, αλλά αντίθετα κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό το άνοιγμα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, ενώ οι ελληνικές τράπεζες όφειλαν στην ΕΚΤ γύρω στα 142 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2012, το ποσό αυτό μειώθηκε κατακόρυφα (62,4 δισ. στην ΕΚΤ, 11,7 δισ. στον μηχανισμό ELA). στα τέλη του περασμένου μήνα!
Ακόμη χειρότερο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αξιωματούχοι της ΕΚΤ φέρονται να διαμηνύουν πως η πολιτική περιορισμού των κεφαλαιακών ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστεί και στο μέλλον.
Η ουσία λοιπόν είναι πως αν δεν αλλάξει ή έστω δεν διαφοροποιηθεί δραστικά αυτή η πολιτική, είναι αδύνατον να δούμε μεγάλη αλλαγή στη ρευστότητα στο άμεσο μέλλον, ακόμη και αν υπάρξει επιστροφή υψηλών ποσών καταθέσεων στα γκισέ των ελληνικών τραπεζών.
Και αυτό γιατί την ώρα που επιχειρείται στροφή της οικονομίας από τον δημόσιο τομέα και ορισμένες αντιπαραγωγικές υπηρεσίες προς την παραγωγή και τις εξαγωγές, το ίδιο το κράτος όχι μόνο δεν έρχεται να στηρίξει τους συγκεκριμένους κλάδους, αλλά αντίθετα τους υπερφορολογεί το κόστος.
«Ας μας έβαζαν να πληρώσουμε φορολογία 100% επί των κερδών μας για δύο και τρία χρόνια επειδή η πατρίδα αντιμετωπίζει δυσκολίες. Θα το δεχόμασταν. Τώρα όμως μας επιβάλλουν συνεχώς νέες βαρύτατες φορολογίες στο κόστος και αυτό μας καθιστά όλους ζημιογόνους», δήλωσε στο Euro2day.gr χαρακτηριστικά ο γνωστός βιομήχανος κ. Ευριπίδης Δοντάς.
«Με τόσο υψηλό κόστος ενέργειας, πάνε χαμένες οι θυσίες των εργαζομένων. Οι κυβερνήσεις των άλλων χωρών προσπαθούν όσο μπορούν να μειώσουν το συγκεκριμένο κόστος και εμείς στην Ελλάδα απλώς ανταλλάσσουμε επιστολές», δήλωσε πρόσφατα υψηλόβαθμο στέλεχος της Βιοχάλκο, θέλοντας να τονίσει ότι η επώδυνη μείωση του εργατικού κόστους αντισταθμίζεται από το πανάκριβο ενεργειακό κόστος. Θυμίζουμε πως πρόσφατα ο γνωστός βιομηχανικός κολοσσός ανακοίνωσε τη μεταφορά της έδρας του από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, σε μια προσπάθειά του να αντλήσει μεγαλύτερη ρευστότητα και μάλιστα έναντι χαμηλότερου κόστους.
Σύμφωνα με επιχειρηματικούς παράγοντες, η κυβέρνηση επιδίδεται μόνο στις εύκολες -αλλά και ταυτόχρονα πολύ επώδυνες- αλλαγές που περιλαμβάνουν ψαλίδισμα μισθών και συντάξεων, ενώ αντίθετα καθυστερεί σε τομείς όπως η πάταξη της γραφειοκρατίας, ο περιορισμός της διαφθοράς, η ψήφιση ενός ελκυστικού και απλού φορολογικού νόμου, η αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, η ενίσχυση κλάδων μέσω των κρατικών προμηθειών και άλλων μέτρων στον βαθμό που επιτρέπεται από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απελευθέρωση των επαγγελμάτων και η αύξηση της παραγωγικότητας στον δημόσιο τομέα.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν σαφή έλλειψη ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις και δυσκολεύουν ακόμη τις προσπάθειές τους για αύξηση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών, υποστηρίζουν εκπρόσωποι αυτών.
«Το καράβι δείχνει να μην έχει προσανατολισμό, καθώς οι όποιες κινήσεις επιχειρούνται με στόχο την τόνωση της ρευστότητας, τη στροφή προς την παραγωγή και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων είναι συνήθως μισές και αντικρουόμενες», αναφέρει στο Euro2day.gr πρόεδρος εισηγμένης εταιρείας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι οι επιχειρήσεις εκφράζουν την έντονη δυσφορία τους για τη συνεχιζόμενη ξηρασία στο μέτωπο της ρευστότητας, παρά το γεγονός ότι η επανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ολοκληρώθηκε με επιτυχία στις αρχές του καλοκαιριού.
Η αλήθεια είναι πως οι τράπεζες συνεχίζουν να ρουφάνε κεφάλαια από την αγορά μέσω της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης (αποπληρωμές δανείων μεγαλύτερες από τις νέες χορηγήσεις) και δεν αναμένεται ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Και η κυβέρνηση μπορεί να εκφράζει συγκρατημένη αισιοδοξία για περισσότερο χρήμα από τον προσεχή Δεκέμβριο και μετά, ωστόσο η αγορά τηρεί σαφέστατες αποστάσεις από μια τέτοια πρόβλεψη. «Δεν αναμένουμε κάποια σημαντική συνεισφορά του τραπεζικού δανεισμού στην οικονομική ανάπτυξη τόσο στην τρέχουσα χρονιά, όσο και κατά την επόμενη», επισημαίνει σε πρόσφατη έκθεσή της η UBS.
Η αλήθεια είναι πως οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί με αφορμή την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών διαψεύσθηκαν νωρίς-νωρίς, καθώς οι τράπεζες επέλεξαν (ή μάλλον πιέστηκαν να επιλέξουν...) να χρησιμοποιήσουν τα όποια φρέσκα κεφάλαιά τους για να μειώσουν το άνοιγμα προς το ευρύτερο σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Συγκεκριμένα, από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι σήμερα έχουν εισρεύσει στις τράπεζες κεφάλαια ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα από:
• Τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες καλύφθηκαν κατά ένα μέρος από ιδιώτες και κυρίως από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
• Τον «επαναπατρισμό» μέρους των καταθέσεων από το εξωτερικό.
• Τα χρήματα που ρούφηξαν από την αγορά μέσα από την αρνητική πιστωτική επέκταση (αποπληρωμές δανείων υψηλότερες των νέων χορηγήσεων).
• Κάποιες περιορισμένες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία, από τα κεφάλαια αυτά, ούτε 1 ευρώ δεν κατευθύνθηκε στην πραγματική οικονομία, αλλά αντίθετα κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό το άνοιγμα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, ενώ οι ελληνικές τράπεζες όφειλαν στην ΕΚΤ γύρω στα 142 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2012, το ποσό αυτό μειώθηκε κατακόρυφα (62,4 δισ. στην ΕΚΤ, 11,7 δισ. στον μηχανισμό ELA). στα τέλη του περασμένου μήνα!
Ακόμη χειρότερο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αξιωματούχοι της ΕΚΤ φέρονται να διαμηνύουν πως η πολιτική περιορισμού των κεφαλαιακών ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστεί και στο μέλλον.
Η ουσία λοιπόν είναι πως αν δεν αλλάξει ή έστω δεν διαφοροποιηθεί δραστικά αυτή η πολιτική, είναι αδύνατον να δούμε μεγάλη αλλαγή στη ρευστότητα στο άμεσο μέλλον, ακόμη και αν υπάρξει επιστροφή υψηλών ποσών καταθέσεων στα γκισέ των ελληνικών τραπεζών.
Αντί να ενισχύει, υπερφορολογεί!
Επίσης, με αφορμή τις εξελίξεις στη Βιοχάλκο -πέρα από το ζήτημα της ρευστότητας και των πολύ υψηλών επιτοκίων- έγινε για μία ακόμη φορά αισθητή η απουσία κυβερνητικής στρατηγικής σε σχέση με την ανάπτυξη.Και αυτό γιατί την ώρα που επιχειρείται στροφή της οικονομίας από τον δημόσιο τομέα και ορισμένες αντιπαραγωγικές υπηρεσίες προς την παραγωγή και τις εξαγωγές, το ίδιο το κράτος όχι μόνο δεν έρχεται να στηρίξει τους συγκεκριμένους κλάδους, αλλά αντίθετα τους υπερφορολογεί το κόστος.
«Ας μας έβαζαν να πληρώσουμε φορολογία 100% επί των κερδών μας για δύο και τρία χρόνια επειδή η πατρίδα αντιμετωπίζει δυσκολίες. Θα το δεχόμασταν. Τώρα όμως μας επιβάλλουν συνεχώς νέες βαρύτατες φορολογίες στο κόστος και αυτό μας καθιστά όλους ζημιογόνους», δήλωσε στο Euro2day.gr χαρακτηριστικά ο γνωστός βιομήχανος κ. Ευριπίδης Δοντάς.
«Με τόσο υψηλό κόστος ενέργειας, πάνε χαμένες οι θυσίες των εργαζομένων. Οι κυβερνήσεις των άλλων χωρών προσπαθούν όσο μπορούν να μειώσουν το συγκεκριμένο κόστος και εμείς στην Ελλάδα απλώς ανταλλάσσουμε επιστολές», δήλωσε πρόσφατα υψηλόβαθμο στέλεχος της Βιοχάλκο, θέλοντας να τονίσει ότι η επώδυνη μείωση του εργατικού κόστους αντισταθμίζεται από το πανάκριβο ενεργειακό κόστος. Θυμίζουμε πως πρόσφατα ο γνωστός βιομηχανικός κολοσσός ανακοίνωσε τη μεταφορά της έδρας του από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, σε μια προσπάθειά του να αντλήσει μεγαλύτερη ρευστότητα και μάλιστα έναντι χαμηλότερου κόστους.
«Μισές»... και οι μεταρρυθμίσεις
Έντονο προβληματισμό ωστόσο προκαλεί στον επιχειρηματικό κόσμο και ο πολύ αργός ρυθμός με τον οποίο υλοποιούνται -ή καλύτερα επιχειρείται να υλοποιηθούν- οι περιβόητες διαρθρωτικές αλλαγές.Σύμφωνα με επιχειρηματικούς παράγοντες, η κυβέρνηση επιδίδεται μόνο στις εύκολες -αλλά και ταυτόχρονα πολύ επώδυνες- αλλαγές που περιλαμβάνουν ψαλίδισμα μισθών και συντάξεων, ενώ αντίθετα καθυστερεί σε τομείς όπως η πάταξη της γραφειοκρατίας, ο περιορισμός της διαφθοράς, η ψήφιση ενός ελκυστικού και απλού φορολογικού νόμου, η αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, η ενίσχυση κλάδων μέσω των κρατικών προμηθειών και άλλων μέτρων στον βαθμό που επιτρέπεται από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απελευθέρωση των επαγγελμάτων και η αύξηση της παραγωγικότητας στον δημόσιο τομέα.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν σαφή έλλειψη ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις και δυσκολεύουν ακόμη τις προσπάθειές τους για αύξηση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών, υποστηρίζουν εκπρόσωποι αυτών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες