Αλλάζει χέρια η «βιτρίνα» του ελληνικού τουρισμού
του Παύλου Υψηλάντη
Γιατί πολυτελείς μονάδες μπαίνουν στο επενδυτικό στόχαστρο ξένων
ομίλων. Οι προοπτικές του ελληνικού τουρισμού και η δίψα για κεφάλαια.
Το μειονέκτημα του... "no name" και πού ψαρεύουν Γερμανοί tour operators
ψάχνοντας υπεραξίες.
Στον έλεγχο ισχυρών ξένων ομίλων περνά με γοργούς ρυθμούς η κερδοφόρα «βιτρίνα» του ελληνικού τουρισμού. Ο «συνωστισμός» μνηστήρων που καταγράφηκε πρόσφατα στον διαγωνισμό για την εξαγορά του Αστέρα Βουλιαγμένης είναι μία μόνο ένδειξη ότι η Ελλάδα θεωρείται Ελντοράντο από ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Το έντονο, αλλά επιλεκτικό επενδυτικό ενδιαφέρον συνδέεται με:
- Τις προβλέψεις για αύξηση του τζίρου των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων παγκοσμίως αλλά και με τις εκτιμήσεις για ανοδική πορεία του ελληνικού τουρισμού τα επόμενα χρόνια.
- Την ασφυκτική οικονομική κατάσταση της χώρας και γνωστών εγχώριων ξενοδοχειακών (και άλλων τουριστικών) επιχειρήσεων, που δημιουργεί ευκαιρίες να αποκτηθούν σε χαμηλή τιμή δημόσια (ακίνητα, αεροδρόμια, λιμάνια, μαρίνες) και ιδιωτικά τουριστικά φιλέτα.
- Την αλλαγή στρατηγικής ισχυρών ταξιδιωτικών ομίλων της Ευρώπης, οι οποίοι έχουν αποφασίσει να ισχυροποιήσουν τις ξενοδοχειακές αλυσίδες που ελέγχουν, με στόχο να ελέγξουν την ποιότητα και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Πρόκειται για ένα σύνολο μεταβλητών που τροφοδοτεί τις προσδοκίες υποψήφιων επενδυτών για υψηλά κέρδη από τη γρήγορη κεφαλαιοποίηση της κρυμμένης υπεραξίας ακινήτων και υποδομών, που αποτελούν τη χρυσοφόρα «βιτρίνα» του ελληνικού τουρισμού.
Η Ελλάδα εξελίσσεται σε δημοφιλή επενδυτικό προορισμό για «λιμνάζοντα» κεφάλαια, τα οποία αναζητούν περιοχές του πλανήτη και κλάδους με προοπτικές μεγάλων και γρήγορων κερδών. Ως την... πόρτα του ελληνικού τουρισμού τους φέρνουν τα στοιχεία που προδικάζουν αύξηση του τζίρου των ξενοδοχείων παγκοσμίως και η ανοδική τροχιά του ελληνικού τουρισμού μέχρι το 2020, με αυξημένα κέρδη για τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα υψηλών κατηγοριών σε δημοφιλείς τουριστικές περιοχές της χώρας.
Πρόσφατες έρευνες (Global Hotel and Lodging Industry 2013) εκτιμούν ότι ο τζίρος των ξενοδοχείων παγκοσμίως θα αγγίξει το 2015 το μισό τρισεκατομμύριο δολάρια. Για την ακρίβεια, υπολογίζεται ότι θα φθάσει τα 480 δισ. δολάρια ή 364 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, οι προβλέψεις-στόχοι για τον ελληνικό τουρισμό κάνουν λόγο για 24 εκατ. τουρίστες και για τουριστικές εισπράξεις περί τα 20 δισ. το 2020. Αυτές βασίζονται στην εκτίμηση ότι η κατάσταση στην Ελλάδα σταθεροποιείται και η χώρα θα αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα, με δεδομένη την αστάθεια που αναμένεται στις χώρες της ευρύτερης περιοχής με αφορμή τις εξελίξεις στην Αίγυπτο και στη Συρία.
Επιβεβαιώνονται, παράλληλα, οι προβλέψεις για άνοδο της πληρότητας και των εσόδων ανά δωμάτιο στα ξενοδοχεία υψηλών κατηγοριών στους προβεβλημένους προορισμούς της χώρας (έρευνα ξενοδοχείων της GBR για το β' τρίμηνο του 2013).
Ο κύριος λόγος, όμως, για τον οποίο η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί στο επενδυτικό στόχαστρο ισχυρών κεφαλαίων είναι οι κρυμμένες υπεραξίες δημόσιων και ιδιωτικών ακινήτων και επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τον κρυμμένο θησαυρό του ελληνικού τουρισμού.
Για τα κρατικά τουριστικά φιλέτα (πώληση μέσω ΤΑΙΠΕΔ), επειδή η τρόικα πιέζει για επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και η κυβέρνηση επείγεται να πουλήσει όσο-όσο για να εισπράξει φρέσκο χρήμα που θα κατευθυνθεί στη μείωση του δημόσιου χρέους.
Στην περίπτωση εγχώριων ιδιωτικών τουριστικών επιχειρήσεων (κυρίως ξενοδοχειακών στην παρούσα φάση) οι ευκαιρίες είναι εξίσου μεγάλες. Αν και οι οφειλές των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων φθάνουν τα 7,5 δισ. ευρώ και περίπου 8.000 ξενοδοχεία (από τα συνολικά 10.000 που λειτουργούν στη χώρα μας) απειλούνται με λουκέτο, στο στόχαστρο των ξένων «παικτών» έχει μπει η αφρόκρεμα.
Ακόμα και πριν από το 2008, κορυφαίος ξενοδοχειακός παράγοντας ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή Έλληνας ξενοδόχος, όσο ισχυρός κι αν θεωρείται, που δεν θα έβλεπε σαν μάννα εξ ουρανού μια πρόταση ξένου επενδυτή να εξαγοράσει την επιχείρησή του».
Κοινό μυστικό είναι οι μη διαχειρίσιμες οφειλές γνωστών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της χώρας και οι πιέσεις των τραπεζιτών να εξετάσουν το ενδεχόμενο είτε να πουλήσουν, είτε να αναθέσουν τη διαχείριση (μάνατζμεντ) των μονάδων τους σε επώνυμες διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες.
Πολλά ελληνικά ξενοδοχεία, εκτιμούν αναλυτές της αγοράς, πρόκειται να αλλάξουν χέρια τους επόμενους μήνες επειδή είτε θα πωληθούν είτε θα ανατεθεί η διαχείρισή τους σε γνωστές αλυσίδες (management contracts).
Πρακτικά, δηλαδή, αρκετά από τα καλύτερα, αλλά... no name (με χαμηλή διεθνή αναγνωρισιμότητα) ελληνικά ξενοδοχεία θα υποστούν λίφτινγκ, θα μετατραπούν σε επώνυμα, αφού θα ενταχθούν σε διεθνή αλυσίδα, θα τοποθετηθούν στα «επάνω ράφια» του ελληνικού τουρισμού και θα προσελκύσουν πελατεία υψηλού εισοδηματικού επιπέδου.
Αυτήν την εξέλιξη επιδίωκαν συστηματικά τα τελευταία χρόνια ισχυροί Έλληνες ξενοδόχοι προκειμένου να συνδεθεί πιο στενά ο ελληνικός τουρισμός με τις διεθνείς αγορές και να αναβαθμίσει την πελατεία του.
Ο έλεγχος των πιο ισχυρών και κερδοφόρων ελληνικών ξενοδοχείων από ξένους ομίλους επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια και αναμένεται να έχει αλματώδεις ρυθμούς το επόμενο διάστημα. Σύμφωνα με στοιχεία της GBR, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται, ήδη, 20 διεθνείς ξενοδοχειακοί όμιλοι με 32 εμπορικά σήματα αλυσίδων τους. Το πού επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των ξένων ομίλων προκύπτει από το γεγονός ότι στην κατηγορία πολυτελών ξενοδοχείων (5 αστέρων) το 51% των μονάδων και το 61% των δωματίων είναι ενταγμένα σε κάποια αλυσίδα. Αντίθετα, στην κατηγορία ξενοδοχείων τεσσάρων αστέρων, μόλις το 17% των μονάδων και το 30% συνδέονται με κάποια ξενοδοχειακή αλυσίδα.
Τις δύο πρώτες με βάση τις ξενοδοχειακές μονάδες που ελέγχουν στη χώρα μας τις κατέχουν δύο Ευρωπαίοι tour operators: οι γερμανικοί όμιλοι ΤUI και Thomas Cook. Η TUI καταλαμβάνει την πρώτη θέση ελέγχοντας 6.108 δωμάτια, από τα οποία 4.986 μέσω του ομίλου Grecotel που ελέγχει από κοινού με τον όμιλο Ν. Δασκαλαντωνάκη. Δεύτερος σε παρουσία στην ελληνική αγορά κατατάσσεται ο Thomas Cook έχοντας υπό τον έλεγχό του συνολικά 2.899 δωμάτια, από τα οποία τα 1.727 είναι ενταγμένα στην ξενοδοχειακή του αλυσίδα Sentido.
Η ένταξη ελληνικών ξενοδοχείων σε διεθνείς αλυσίδες συνδέεται άμεσα με την αλλαγή στρατηγικής των Γερμανών tour operators. Οι TUI, Thomas Cook, DER Touristik, FTI και Altours έχουν αναγγείλει την επέκταση των αλυσίδων που ελέγχουν. Η προσπάθεια ελέγχου της μεσογειακής αγοράς διακοπών από τους εν λόγω tour operators και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός τους οδηγεί να υιοθετήσουν τη στρατηγική του ομίλου TUI, ο οποίος ελέγχει ήδη 333 ξενοδοχειακά συγκροτήματα με 93.000 δωμάτια. Οι TUI, Thomas Cook, DER και Altours υπολογίζεται ότι θα προσθέσουν τους επόμενους μήνες στα... χαρτοφυλάκιά τους τουλάχιστον 23 νέες μονάδες.
Ταυτόχρονα, ο ραγδαία ανερχόμενος και τέταρτος, πλέον, σε μέγεθος Γερμανός tour operator FTI (κύκλος εργασιών 1,8 δισ. ευρώ) πρόκειται να επεκταθεί στη Μεσόγειο μέσω της Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, o FTI σχεδιάζει να επεκταθεί στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Μάλτα και στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας μέσω του εμπορικού σήματος της ελληνικής ξενοδοχειακής αλυσίδας Aquis (δημιουργήθηκε από τον επιχειρηματία Γ. Κεντ).
Η Aquis διαθέτει σήμερα 9 μονάδες σε Κρήτη, Κω, Κέρκυρα, θα προσθέσει στο δυναμικό της δέκα ξενοδοχεία που ανήκουν σήμερα στην MPI Hotels (θυγατρική του FTI) και αυτά θα αποτελέσουν ουσιαστικά τη βασική ξενοδοχειακή αλυσίδα του Γερμανού tour operator.
Το έντονο, αλλά επιλεκτικό επενδυτικό ενδιαφέρον συνδέεται με:
- Τις προβλέψεις για αύξηση του τζίρου των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων παγκοσμίως αλλά και με τις εκτιμήσεις για ανοδική πορεία του ελληνικού τουρισμού τα επόμενα χρόνια.
- Την ασφυκτική οικονομική κατάσταση της χώρας και γνωστών εγχώριων ξενοδοχειακών (και άλλων τουριστικών) επιχειρήσεων, που δημιουργεί ευκαιρίες να αποκτηθούν σε χαμηλή τιμή δημόσια (ακίνητα, αεροδρόμια, λιμάνια, μαρίνες) και ιδιωτικά τουριστικά φιλέτα.
- Την αλλαγή στρατηγικής ισχυρών ταξιδιωτικών ομίλων της Ευρώπης, οι οποίοι έχουν αποφασίσει να ισχυροποιήσουν τις ξενοδοχειακές αλυσίδες που ελέγχουν, με στόχο να ελέγξουν την ποιότητα και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Πρόκειται για ένα σύνολο μεταβλητών που τροφοδοτεί τις προσδοκίες υποψήφιων επενδυτών για υψηλά κέρδη από τη γρήγορη κεφαλαιοποίηση της κρυμμένης υπεραξίας ακινήτων και υποδομών, που αποτελούν τη χρυσοφόρα «βιτρίνα» του ελληνικού τουρισμού.
Η Ελλάδα εξελίσσεται σε δημοφιλή επενδυτικό προορισμό για «λιμνάζοντα» κεφάλαια, τα οποία αναζητούν περιοχές του πλανήτη και κλάδους με προοπτικές μεγάλων και γρήγορων κερδών. Ως την... πόρτα του ελληνικού τουρισμού τους φέρνουν τα στοιχεία που προδικάζουν αύξηση του τζίρου των ξενοδοχείων παγκοσμίως και η ανοδική τροχιά του ελληνικού τουρισμού μέχρι το 2020, με αυξημένα κέρδη για τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα υψηλών κατηγοριών σε δημοφιλείς τουριστικές περιοχές της χώρας.
Πρόσφατες έρευνες (Global Hotel and Lodging Industry 2013) εκτιμούν ότι ο τζίρος των ξενοδοχείων παγκοσμίως θα αγγίξει το 2015 το μισό τρισεκατομμύριο δολάρια. Για την ακρίβεια, υπολογίζεται ότι θα φθάσει τα 480 δισ. δολάρια ή 364 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, οι προβλέψεις-στόχοι για τον ελληνικό τουρισμό κάνουν λόγο για 24 εκατ. τουρίστες και για τουριστικές εισπράξεις περί τα 20 δισ. το 2020. Αυτές βασίζονται στην εκτίμηση ότι η κατάσταση στην Ελλάδα σταθεροποιείται και η χώρα θα αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα, με δεδομένη την αστάθεια που αναμένεται στις χώρες της ευρύτερης περιοχής με αφορμή τις εξελίξεις στην Αίγυπτο και στη Συρία.
Επιβεβαιώνονται, παράλληλα, οι προβλέψεις για άνοδο της πληρότητας και των εσόδων ανά δωμάτιο στα ξενοδοχεία υψηλών κατηγοριών στους προβεβλημένους προορισμούς της χώρας (έρευνα ξενοδοχείων της GBR για το β' τρίμηνο του 2013).
Ο κύριος λόγος, όμως, για τον οποίο η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί στο επενδυτικό στόχαστρο ισχυρών κεφαλαίων είναι οι κρυμμένες υπεραξίες δημόσιων και ιδιωτικών ακινήτων και επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τον κρυμμένο θησαυρό του ελληνικού τουρισμού.
Δέλεαρ οι τιμές
Το δέλεαρ γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό επειδή ο... κρυμμένος θησαυρός μπορεί να αποκτηθεί σε πολύ χαμηλή τιμή.Για τα κρατικά τουριστικά φιλέτα (πώληση μέσω ΤΑΙΠΕΔ), επειδή η τρόικα πιέζει για επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και η κυβέρνηση επείγεται να πουλήσει όσο-όσο για να εισπράξει φρέσκο χρήμα που θα κατευθυνθεί στη μείωση του δημόσιου χρέους.
Στην περίπτωση εγχώριων ιδιωτικών τουριστικών επιχειρήσεων (κυρίως ξενοδοχειακών στην παρούσα φάση) οι ευκαιρίες είναι εξίσου μεγάλες. Αν και οι οφειλές των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων φθάνουν τα 7,5 δισ. ευρώ και περίπου 8.000 ξενοδοχεία (από τα συνολικά 10.000 που λειτουργούν στη χώρα μας) απειλούνται με λουκέτο, στο στόχαστρο των ξένων «παικτών» έχει μπει η αφρόκρεμα.
Ακόμα και πριν από το 2008, κορυφαίος ξενοδοχειακός παράγοντας ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή Έλληνας ξενοδόχος, όσο ισχυρός κι αν θεωρείται, που δεν θα έβλεπε σαν μάννα εξ ουρανού μια πρόταση ξένου επενδυτή να εξαγοράσει την επιχείρησή του».
Κοινό μυστικό είναι οι μη διαχειρίσιμες οφειλές γνωστών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της χώρας και οι πιέσεις των τραπεζιτών να εξετάσουν το ενδεχόμενο είτε να πουλήσουν, είτε να αναθέσουν τη διαχείριση (μάνατζμεντ) των μονάδων τους σε επώνυμες διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες.
Από «no name» στο «πάνω ράφι»!
Φλέβα χρυσού θεωρείται από ξένους «μνηστήρες» το γεγονός ότι η πλειονότητα των καλών ελληνικών ξενοδοχείων είναι... no name. Για την ακρίβεια, είναι γνωστά στην ελληνική αγορά, αλλά άγνωστα στη διεθνή πελατεία, που προτιμά ξενοδοχεία τα οποία ανήκουν σε επώνυμες διεθνείς αλυσίδες.Πολλά ελληνικά ξενοδοχεία, εκτιμούν αναλυτές της αγοράς, πρόκειται να αλλάξουν χέρια τους επόμενους μήνες επειδή είτε θα πωληθούν είτε θα ανατεθεί η διαχείρισή τους σε γνωστές αλυσίδες (management contracts).
Πρακτικά, δηλαδή, αρκετά από τα καλύτερα, αλλά... no name (με χαμηλή διεθνή αναγνωρισιμότητα) ελληνικά ξενοδοχεία θα υποστούν λίφτινγκ, θα μετατραπούν σε επώνυμα, αφού θα ενταχθούν σε διεθνή αλυσίδα, θα τοποθετηθούν στα «επάνω ράφια» του ελληνικού τουρισμού και θα προσελκύσουν πελατεία υψηλού εισοδηματικού επιπέδου.
Αυτήν την εξέλιξη επιδίωκαν συστηματικά τα τελευταία χρόνια ισχυροί Έλληνες ξενοδόχοι προκειμένου να συνδεθεί πιο στενά ο ελληνικός τουρισμός με τις διεθνείς αγορές και να αναβαθμίσει την πελατεία του.
Ο έλεγχος των πιο ισχυρών και κερδοφόρων ελληνικών ξενοδοχείων από ξένους ομίλους επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια και αναμένεται να έχει αλματώδεις ρυθμούς το επόμενο διάστημα. Σύμφωνα με στοιχεία της GBR, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται, ήδη, 20 διεθνείς ξενοδοχειακοί όμιλοι με 32 εμπορικά σήματα αλυσίδων τους. Το πού επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των ξένων ομίλων προκύπτει από το γεγονός ότι στην κατηγορία πολυτελών ξενοδοχείων (5 αστέρων) το 51% των μονάδων και το 61% των δωματίων είναι ενταγμένα σε κάποια αλυσίδα. Αντίθετα, στην κατηγορία ξενοδοχείων τεσσάρων αστέρων, μόλις το 17% των μονάδων και το 30% συνδέονται με κάποια ξενοδοχειακή αλυσίδα.
Οι κινήσεις των Γερμανών
Πρόσφατα επαναλειτούργησε το ξενοδοχείο King George της Πλ. Συντάγματος υπό την ομπρέλα της αμερικανικής αλυσίδας Starwood, η οποία διαχειρίζεται και το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Με αυτήν την προσθήκη η Starwood έγινε ο τρίτος σε παρουσία διεθνής ξενοδοχειακός όμιλος στη χώρα μας καθώς ελέγχει ήδη 2.301 δωμάτια σε πολυτελείς μονάδες στην Αττική, την Πύλο, την Κρήτη, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα.Τις δύο πρώτες με βάση τις ξενοδοχειακές μονάδες που ελέγχουν στη χώρα μας τις κατέχουν δύο Ευρωπαίοι tour operators: οι γερμανικοί όμιλοι ΤUI και Thomas Cook. Η TUI καταλαμβάνει την πρώτη θέση ελέγχοντας 6.108 δωμάτια, από τα οποία 4.986 μέσω του ομίλου Grecotel που ελέγχει από κοινού με τον όμιλο Ν. Δασκαλαντωνάκη. Δεύτερος σε παρουσία στην ελληνική αγορά κατατάσσεται ο Thomas Cook έχοντας υπό τον έλεγχό του συνολικά 2.899 δωμάτια, από τα οποία τα 1.727 είναι ενταγμένα στην ξενοδοχειακή του αλυσίδα Sentido.
Η ένταξη ελληνικών ξενοδοχείων σε διεθνείς αλυσίδες συνδέεται άμεσα με την αλλαγή στρατηγικής των Γερμανών tour operators. Οι TUI, Thomas Cook, DER Touristik, FTI και Altours έχουν αναγγείλει την επέκταση των αλυσίδων που ελέγχουν. Η προσπάθεια ελέγχου της μεσογειακής αγοράς διακοπών από τους εν λόγω tour operators και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός τους οδηγεί να υιοθετήσουν τη στρατηγική του ομίλου TUI, ο οποίος ελέγχει ήδη 333 ξενοδοχειακά συγκροτήματα με 93.000 δωμάτια. Οι TUI, Thomas Cook, DER και Altours υπολογίζεται ότι θα προσθέσουν τους επόμενους μήνες στα... χαρτοφυλάκιά τους τουλάχιστον 23 νέες μονάδες.
Ταυτόχρονα, ο ραγδαία ανερχόμενος και τέταρτος, πλέον, σε μέγεθος Γερμανός tour operator FTI (κύκλος εργασιών 1,8 δισ. ευρώ) πρόκειται να επεκταθεί στη Μεσόγειο μέσω της Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, o FTI σχεδιάζει να επεκταθεί στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Μάλτα και στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας μέσω του εμπορικού σήματος της ελληνικής ξενοδοχειακής αλυσίδας Aquis (δημιουργήθηκε από τον επιχειρηματία Γ. Κεντ).
Η Aquis διαθέτει σήμερα 9 μονάδες σε Κρήτη, Κω, Κέρκυρα, θα προσθέσει στο δυναμικό της δέκα ξενοδοχεία που ανήκουν σήμερα στην MPI Hotels (θυγατρική του FTI) και αυτά θα αποτελέσουν ουσιαστικά τη βασική ξενοδοχειακή αλυσίδα του Γερμανού tour operator.
Γιάννη πρέπει να ξανανοίξεις το blog σου. Η να μας βάζεις μέσα στις ενημερώσεις σου που είναι πολύτιμές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένω να δω την προσφορά για τον ΑΣΤΕΡΑ.