Νέα εποχή για τις τράπεζες μετά την ανακεφαλαιοποίηση
Του Γιάννη Παπαδογιάννη
Στο τέλος του 2007 οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν στο απόγειο. Τα
υπερκέρδη δισεκατομμυρίων, η εντυπωσιακή αύξηση μεγεθών, οι εξαγορές στα
βαλκάνια και η θεαματική αύξηση των τιμών των μετοχών τους αποτελούσαν
τη ρουτίνα των αμέριμνων εκείνων ημερών. Οι τράπεζες ήταν ορισμός της
επιτυχίας.
Ωστόσο η εντυπωσιακή αυτή πορεία αποδείχθηκε μετέωρη. Από το ζενίθ του 2007, δεν πέρασαν ούτε έξι χρόνια προτού βρεθούν στο σημείο μηδέν. Στη διετία 2011-2012 οι ζημιές των τραπεζών στην Ελλάδα -αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό του PSI- δεν διέγραψαν με μιας το σύνολο των κερδών που είχαν αποκομίσει στη «χρυσή» δεκαετία 2001-2010 αλλά «καταβρόχθισαν» το σύνολο των κεφαλαίων τους. Έτσι ένας νέος όρος μπήκε στη ζωή μας: η ανακεφαλαιοποίηση. Λίγο πριν την υλοποίηση των αυξήσεων κεφαλαίων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών η χρηματιστηριακή τους αξία, αθροιστικά, δεν ξεπερνούσε τα 2 δισ. ευρώ περίπου το ήμισυ των υπερκερδών ύψους 4 δισ. ευρώ που ανακοίνωσαν με τυμπανοκρουσίες το 2007! Τα στελέχη των τραπεζών διατηρούν μια ξεκάθαρη άποψη για το τι ήταν αυτό που έφταιξε: η χρεοκοπία του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως τονίζουν με έμφαση, αν δεν είχε πραγματοποιηθεί το PSI και το κράτος δεν είχε αθετήσει τις υποχρεώσεις του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα να υποστεί ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων, το τελευταίο θα είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις μιας ύφεσης. Οι τράπεζες, με τις όποιες αναταράξεις, θα συνέχιζαν την ανοδική τους διαδρομή. Ασφαλώς οι ευθύνες που βαραίνουν τους ώμους της πολιτικής ηγεσίας και όλων όσων είχαν την τύχη του τόπου στα χέρια τους ξεχωρίζουν με διαφορά. Ωστόσο, κεντρική θέση του βιβλίου, «Το Άδοξο Τέλος – Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των ελληνικών τραπεζών», είναι ότι η χρεοκοπία που βιώσαμε δεν αφορά μόνο το σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος, αλλά όλο το οικονομικό μοντέλο λειτουργίας της χώρας.
Και εδώ οι
ευθύνες του τραπεζικού συστήματος είναι μεγάλες, καθώς ήταν εκείνο που
χρηματοδότησε, όλα αυτά τα χρόνια, το καταναλωτικό μοντέλο που
κυριάρχησε τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι τράπεζες
επικεντρώθηκαν στην επιθετική χρηματοδότηση μιας οικονομίας που παρήγαγε
ελάχιστα και κατανάλωνε με λαιμαργία.
Υποδαύλισαν έναν τρόπο ζωής που βασιζόταν στην υπερβολική κατανάλωση, ενθαρρύνοντας τους πολίτες να ζουν με τρόπο που ξεπερνούσε κατά πολύ τις οικονομικές τους δυνατότητες. Επώνυμα ακριβά ρούχα, πολυτελή αυτοκίνητα, εξοχικά σπίτια, διακοπές χλιδής, πολυέξοδες γαμήλιες τελετές και πολλά, πολλά άλλα μετατράπηκαν σε αυτονόητες καθημερινές ανάγκες και βασικές προϋποθέσεις κοινωνικής αποδοχής. Παράλληλα, διοχέτευσαν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο, αγοράζοντας ομόλογα αλλά και χρηματοδοτώντας κρατικές εταιρίες. Το ελληνικό Δημόσιο είχε ανακαλύψει έναν μαγικό τρόπο να έχει πάντα γεμάτο πορτοφόλι – και του έδωσε και κατάλαβε! Η εύκολη πρόσβαση σε ρευστότητα, μέσω του δανεισμού, συνέβαλε στο να χαθεί κάθε ψήγμα πειθαρχίας, κάθε μέτρο, και οδήγησε βαθμιαία στο όργιο προσλήψεων, σπατάλης και κακοδιαχείρισης που γνωρίζουμε. Ένα τέτοιο οικονομικό μοντέλο που στηριζόταν υπέρμετρα στην κατανάλωση και την ανακύκλωση της πίστωσης ήταν θέμα χρόνου να οδηγήσει σε αδιέξοδο. Στις μέρες μας, οι τράπεζες αποτελούν εύκολο στόχο κριτικής. Ωστόσο τα μεγάλα τους λάθη, ακόμα και οι υπερβολές στις οποίες υπέπεσαν οι τράπεζες, δεν ήταν εκείνα που καθόρισαν το δράμα. Δεν ήταν εκείνα που οδήγησαν το τραπεζικό σύστημα στην καταστροφή. Η καταστροφή ήταν αποτέλεσμα κυρίως του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων, του περιβόητου PSI, και της πρωτοφανούς ύφεσης που ακολούθησε. Με το PSI, το ελληνικό Δημόσιο αθέτησε τις υποχρεώσεις του. Δεν πλήρωσε στους ομολογιούχους τα κεφάλαια που είχε δανειστεί, προκαλώντας τεράστιες απώλειες όχι μόνο στις τράπεζες αλλά και σε χιλιάδες πολίτες που επένδυσαν τις αποταμιεύσεις τους σε κρατικά ομόλογα. Στις ζημιές από το «κούρεμα» ήρθαν να προστεθούν και αυτές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια χρεώνονται ασφαλώς στις τράπεζες, πρέπει ωστόσο να συνεκτιμηθούν σε σχέση με την οικονομική πραγματικότητα. Ο ιδιωτικός τομέας στη χώρα δεν ήταν –ούτε είναι– υπερδανεισμένος, αν και υπάρχουν σημαντικές εστίες υπερχρέωσης κυρίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Ο εκτροχιασμός των επισφαλειών δεν οφείλεται τόσο σε φαινόμενα υπερδανεισμού και κακών επιλογών όσο στο γεγονός ότι η οικονομία μας βιώνει από το 2009 και μετά μια άνευ προηγουμένου, σε ένταση και διάρκεια, ύφεση. Αν η εγχώρια οικονομία αντιμετώπιζε μια συνηθισμένη ύφεση (γενικά ύφεση θεωρείται όταν μια οικονομία συρρικνώνεται για δυο διαδοχικά τρίμηνα ενώ βαθιά ύφεση θεωρείται όταν η πτώση του ΑΕΠ ξεπερνά το 10%) τότε οι τράπεζες θα ξεπερνούσαν μάλλον με σχετική άνεση τα προβλήματα που θα προέκυπταν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Όμως η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα δεν βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια συνηθισμένη ύφεση. Η μείωση του ΑΕΠ στο διάστημα 2008-2012 ξεπερνά το 20%, μέγεθος που παραπέμπει σε πόλεμο – όχι σε ύφεση. Με μια τέτοια καταστροφική συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η κατακόρυφη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αναπόδραστη. Οι κυβερνήσεις, η πολιτική ηγεσία και το πολιτικό σύστημα δεν φέρουν μόνο την ευθύνη της χρεοκοπίας και της ατιμωτικής επιτροπείας στην οποία βρίσκεται η χώρα, αλλά και της αδυναμίας να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση πράττοντας όλα όσα ήταν αναγκαία για την αναζωογόνηση της οικονομίας. Η αδράνεια, η απροθυμία για αλλαγές και η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος βύθισαν την ελληνική οικονομία και την κοινωνία σε μια ύφεση ανάλογη της Μεγάλης Ύφεσης που έπληξε το 1929 τις ΗΠΑ. Στον τίτλο του βιβλίου, χρησιμοποιώ κάπως καταχρηστικά τη λέξη «τέλος». Το «τέλος» ασφαλώς δεν αφορά τις τράπεζες ως θεσμό. Οι τράπεζες επιτελούσαν, επιτελούν και θα εξακολουθήσουν να επιτελούν έναν εξαιρετικά σπουδαίο ρόλο στην οικονομική ζωή. Και στην νέα εποχή, μετά την ανακεφαλαιοποίηση, θα είναι ο αιμοδότης, η καρδιά της οικονομίας. Το «τέλος» αναφέρεται στο τέλος εποχής ενός ιδιαίτερα επιθετικού μοντέλου λειτουργίας (που οι ελληνικές τράπεζες αντέγραψαν από το εξωτερικό), στο τέλος της «γιάπικης» εποχής των golden boys και στην οικονομική καταστροφή των μετόχων των τραπεζών. Το «τέλος» αναφέρεται, επίσης, στο τέλος των ψευδαισθήσεων περί ισχυρής Ελλάδας, στην οδυνηρή κατάληξη της χώρας μετά από πολλά χρόνια κακής και αναποτελεσματικής διακυβέρνησης, αλλά και στο τέλος ενός τρόπου ζωής που ξεπερνούσε κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες της κοινωνίας μας. * Ο Γιάννης Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος. Το παραπάνω άρθρο γράφηκε με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Το Άδοξο Τέλος – Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των ελληνικών τραπεζών» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος). http://toadoxotelos.wordpress.com |
Πηγή:www.capital.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες