ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ του περασμένου Σαββάτου...
Πως θα αντιδράσει η αγορά και πως κινήθηκε ο Γενικός Δείκτης στις προηγούμενες πιστοληπτικές αξιολογήσεις.
Μετά τις βελτιώσεις που παρατηρήθηκαν στην επιβράδυνση της ύφεσης και την αυξημένη πιθανότητα επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος τον Αύγουστο οι ελπίδες αναβάθμισης της Ελληνικής οικονομίας αναπτερώθηκαν δημιουργώντας ένα κλίμα «θετικής αναμονής» στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά.
Οι επαφές με τον Υπουργό Οικονομίας ανέβασαν το θερμόμετρο φέρνοντας πλέον πολύ κοντά το γεγονός της αναβάθμισης, το οποίο χρονικά πιθανολογείται μετά την έγκριση της δόσης από την Τρόικα και πριν το Eurogroup της 14ης Οκτωβρίου.
Ο μόνος αξιολογητής της ελληνικής οικονομίας που έχει «μείνει πίσω» είναι η Moody’s η οποία είναι η κατά τεκμήριο πιο συντηρητική από όσες εταιρίες καλύπτουν με αξιολόγηση την ελληνική αγορά.
Η Moody’s τυπικά τοποθετεί ακόμα την Ελλάδα στην κατώτατη βαθμίδα αξιολόγησης. Ο λόγος που η Ελλάδα βρέθηκε εκεί έχει να κάνει με την τελευταία «πράξη» επαναγοράς ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες πέρυσι το Δεκέμβριο.
Έκτοτε η Moody’s δεν άλλαξε την σύσταση της παρά το γεγονός ότι συμμετείχε ως αξιολογητής σε εκδόσεις εταιρικών ομολόγων με υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση δεδομένου του ότι η βαθμολογία της χώρας δεν μπορεί να υπολείπεται της βαθμολογίας που έχουν οι εταιρίες που έχουν έδρα σε αυτή.
Επομένως από την στιγμή που οι εκδόσεις ομολόγων στις οποίες η Moody’s ήταν αξιολογητής (OTE, Frigoglass, Intralot, S&B) βγήκαν με βαθμολογία υψηλότερη από την βαθμολογία της χώρας ήταν θέμα χρόνου το πότε θα προσάρμοζε και για την Ελλάδα την αξιολόγηση της.
Το ελάχιστο που θα μπορούσε να περιμένει η αγορά είναι βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης κατά πέντε βαθμίδες ώστε να έρθει σε συμφωνία με τους άλλους δύο οίκους αξιολόγησης και παράλληλα να μην υπολείπεται σε σχέση με τις εταιρικές αξιολογήσεις στις οποίες ήταν ήδη ανάδοχος.
Η Πορτογαλία, η αμέσως επόμενη χώρα με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της Ε.Ε., είναι τρεις βαθμίδες υψηλότερα και δεν αποκλείεται μετά την Moody’s να υπάρξει και από τους άλλους δύο οίκους μια θετικότερη οπτική ή μια αλλαγή στην μακροπρόθεσμη προοπτική βελτιώνοντας της από «Αρνητική» σε «Ουδέτερη» ή ακόμα πιο αισιόδοξα σε «Θετική».
Για να γίνει πιο αντιληπτό το τι σημαίνει κάθε βαθμίδα η Πορτογαλία χωρίς να βρίσκεται σε επενδυτική διαβάθμιση (κάτω από το όριο ΒΒΒ-) δανείζεται με θεωρητικό επιτόκιο 7,058% ενώ η Ελλάδα η οποία βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα δανείζεται με θεωρητικό επιτόκιο 9,8%.
Για το χρηματιστήριο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εξέλιξη αυτή είναι σχεδόν μέσα στις τιμές. Με βάση το πρόσφατο παρελθόν η βαθμολογία μέχρι B- έχει επίπεδα διαπραγμάτευσης μεταξύ 950 – 1100 μονάδων, όχι ιδιαίτερα μακρυά από αυτό τα επίπεδα στα οποία βρίσκεται σήμερα ο Γενικός Δείκτης.
Ακόμα και έτσι ωστόσο μια αναβάθμιση θα σήκωνε υψηλότερα τον θεωρητικό «πάτο διαπραγμάτευσης» διαμορφώνοντας ένα νέο επίπεδο αναφοράς σε ότι αφορά την δίκαιη τιμή της αγοράς.
Τα επίπεδα της αγοράς δεν είναι καθόλου άσχετα με το κόστος δανεισμού της χώρας αφού αποτελούν συνθετικό στοιχείο του συντελεστή προεξόφλησης των ταμειακών ροών ενώ σε μια άλλη ερμηνεία αποτελούν το ελάχιστο κόστος ευκαιρίας επένδυσης σε μια χώρα για ένα επενδυτικό κεφάλαιο.
Κοιτάζοντας κάπως μακρύτερα η έξοδος της Ελληνικής οικονομίας στις αγορές με την σχετική διαβαθμισμένη επενδυτική αξιολόγηση έχει σημαντικό ανοδικό περιθώριο: Τα «τρία Β» δεν αξίζουν λιγότερο από 500 μονάδες ανόδου ήτοι 50% παραπάνω από τα τρέχοντα επίπεδα. Αυτή όμως είναι μια εξέλιξη που έχει ακόμα πολύ δρόμο και πολύ «δημοσιονομική δουλειά» μπροστά της.
Πως θα αντιδράσει η αγορά και πως κινήθηκε ο Γενικός Δείκτης στις προηγούμενες πιστοληπτικές αξιολογήσεις.
Μετά τις βελτιώσεις που παρατηρήθηκαν στην επιβράδυνση της ύφεσης και την αυξημένη πιθανότητα επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος τον Αύγουστο οι ελπίδες αναβάθμισης της Ελληνικής οικονομίας αναπτερώθηκαν δημιουργώντας ένα κλίμα «θετικής αναμονής» στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά.
Οι επαφές με τον Υπουργό Οικονομίας ανέβασαν το θερμόμετρο φέρνοντας πλέον πολύ κοντά το γεγονός της αναβάθμισης, το οποίο χρονικά πιθανολογείται μετά την έγκριση της δόσης από την Τρόικα και πριν το Eurogroup της 14ης Οκτωβρίου.
Ο μόνος αξιολογητής της ελληνικής οικονομίας που έχει «μείνει πίσω» είναι η Moody’s η οποία είναι η κατά τεκμήριο πιο συντηρητική από όσες εταιρίες καλύπτουν με αξιολόγηση την ελληνική αγορά.
Η Moody’s τυπικά τοποθετεί ακόμα την Ελλάδα στην κατώτατη βαθμίδα αξιολόγησης. Ο λόγος που η Ελλάδα βρέθηκε εκεί έχει να κάνει με την τελευταία «πράξη» επαναγοράς ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες πέρυσι το Δεκέμβριο.
Έκτοτε η Moody’s δεν άλλαξε την σύσταση της παρά το γεγονός ότι συμμετείχε ως αξιολογητής σε εκδόσεις εταιρικών ομολόγων με υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση δεδομένου του ότι η βαθμολογία της χώρας δεν μπορεί να υπολείπεται της βαθμολογίας που έχουν οι εταιρίες που έχουν έδρα σε αυτή.
Επομένως από την στιγμή που οι εκδόσεις ομολόγων στις οποίες η Moody’s ήταν αξιολογητής (OTE, Frigoglass, Intralot, S&B) βγήκαν με βαθμολογία υψηλότερη από την βαθμολογία της χώρας ήταν θέμα χρόνου το πότε θα προσάρμοζε και για την Ελλάδα την αξιολόγηση της.
Το ελάχιστο που θα μπορούσε να περιμένει η αγορά είναι βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης κατά πέντε βαθμίδες ώστε να έρθει σε συμφωνία με τους άλλους δύο οίκους αξιολόγησης και παράλληλα να μην υπολείπεται σε σχέση με τις εταιρικές αξιολογήσεις στις οποίες ήταν ήδη ανάδοχος.
Η Πορτογαλία, η αμέσως επόμενη χώρα με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της Ε.Ε., είναι τρεις βαθμίδες υψηλότερα και δεν αποκλείεται μετά την Moody’s να υπάρξει και από τους άλλους δύο οίκους μια θετικότερη οπτική ή μια αλλαγή στην μακροπρόθεσμη προοπτική βελτιώνοντας της από «Αρνητική» σε «Ουδέτερη» ή ακόμα πιο αισιόδοξα σε «Θετική».
Για να γίνει πιο αντιληπτό το τι σημαίνει κάθε βαθμίδα η Πορτογαλία χωρίς να βρίσκεται σε επενδυτική διαβάθμιση (κάτω από το όριο ΒΒΒ-) δανείζεται με θεωρητικό επιτόκιο 7,058% ενώ η Ελλάδα η οποία βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα δανείζεται με θεωρητικό επιτόκιο 9,8%.
Για το χρηματιστήριο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εξέλιξη αυτή είναι σχεδόν μέσα στις τιμές. Με βάση το πρόσφατο παρελθόν η βαθμολογία μέχρι B- έχει επίπεδα διαπραγμάτευσης μεταξύ 950 – 1100 μονάδων, όχι ιδιαίτερα μακρυά από αυτό τα επίπεδα στα οποία βρίσκεται σήμερα ο Γενικός Δείκτης.
Ακόμα και έτσι ωστόσο μια αναβάθμιση θα σήκωνε υψηλότερα τον θεωρητικό «πάτο διαπραγμάτευσης» διαμορφώνοντας ένα νέο επίπεδο αναφοράς σε ότι αφορά την δίκαιη τιμή της αγοράς.
Τα επίπεδα της αγοράς δεν είναι καθόλου άσχετα με το κόστος δανεισμού της χώρας αφού αποτελούν συνθετικό στοιχείο του συντελεστή προεξόφλησης των ταμειακών ροών ενώ σε μια άλλη ερμηνεία αποτελούν το ελάχιστο κόστος ευκαιρίας επένδυσης σε μια χώρα για ένα επενδυτικό κεφάλαιο.
Κοιτάζοντας κάπως μακρύτερα η έξοδος της Ελληνικής οικονομίας στις αγορές με την σχετική διαβαθμισμένη επενδυτική αξιολόγηση έχει σημαντικό ανοδικό περιθώριο: Τα «τρία Β» δεν αξίζουν λιγότερο από 500 μονάδες ανόδου ήτοι 50% παραπάνω από τα τρέχοντα επίπεδα. Αυτή όμως είναι μια εξέλιξη που έχει ακόμα πολύ δρόμο και πολύ «δημοσιονομική δουλειά» μπροστά της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες