Ανάπτυξη, μια υπέροχη λέξη, που
έχει γίνει καραμέλα στο στόμα κάθε πολιτικού. Πόσοι από αυτούς όμως
καταλαβαίνουν πώς μπορεί να επιτευχθεί;
Ανάπτυξη σημαίνει να μεγεθύνεται η οικονομία μιας χώρας από χρόνο σε χρόνο, να παράγεται περισσότερος πλούτος, να δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις, νέες θέσεις εργασίας, να αυξάνεται η ευημερία των πολιτών της χώρας.
Η μεγέθυνση αυτή επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, των δημοσίων δαπανών, των εξαγωγών και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η Ελλάδα έζησε μια μακρά περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, που στηρίχτηκε κυρίως στην μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών και στην συνεπακόλουθη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που οδήγησε το ΑΕΠ της χώρας από τα 89 δισ. ευρώ το 1995 στα 233 δισ. ευρώ το 2008.
Στη συνέχεια έγινε γνωστό σε όλους, με τον πλέον επίπονο τρόπο, ότι αυτή η μεγέθυνση της οικονομίας στηρίχτηκε σε δανεικά χρήματα που πλημμύρισαν τη χώρα, κυρίως μετά την ραγδαία μείωση των επιτοκίων που επέφερε η υιοθέτηση ενός σκληρού νομίσματος, όπως το ευρώ.
Μετά από 6 χρόνια βαθιάς ύφεσης (σωρευτικά χάθηκε περίπου το 23% του ΑΕΠ), η ιδιωτική κατανάλωση, οι δημόσιες δαπάνες και η αποταμίευση έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση και δεν μπορούν να αποτελέσουν πλέον το βασικό μέσο για την ανάπτυξη της οικονομίας. Γι’ αυτόν το λόγο το βάρος έχει πέσει στις εξαγωγές και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Οι εξαγωγές της χώρας μεταξύ 2011-2013 αυξήθηκαν μόνο κατά 13%. Πολύ μικρή αύξηση αν αναλογιστεί κανείς ότι το ίδιο διάστημα υπήρξε σημαντική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και ότι πολλές ελληνικές εταιρίες αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να στραφούν στις αγορές του εξωτερικού για να καλύψουν τη μειωμένη ζήτηση από το εσωτερικό της χώρας.
Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου κάθε εξαγωγέας έχει να ανταγωνιστεί εταιρείες από όλο τον κόσμο, μόνο προϊόντα με καλή ποιότητα, ανταγωνιστική τιμή και αξιόπιστη υποστήριξη μπορούν να έχουν μια ελπίδα παρουσίας στις διεθνείς αγορές.
Ανταγωνιστική τιμή σημαίνει να είσαι, αν όχι φθηνότερος, τουλάχιστον κοντά στην τιμή του ξένου ανταγωνιστή. Σε μια χώρα όπου έχουμε από τις υψηλότερες φορολογίες της Ευρώπης, τις ακριβότερες τιμές ενέργειας, τις υψηλότερες εργοδοτικές εισφορές, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, ποιος πραγματικά πιστεύει ότι μπορούμε να παράγουμε προϊόντα με ανταγωνιστικές τιμές;
Ποιοτικά προϊόντα σημαίνει προϊόντα με ωραία εμφάνιση, ελκυστική συσκευασία, ανώτερη γεύση και υφή, πιστοποίηση από διεθνείς οργανισμούς. Σε μια χώρα όπου μάθαμε τους αγρότες να ζουν με τις επιδοτήσεις από την Ε.Ε., να πωλούν τα προϊόντα τους σε «κομματικούς» συνεταιρισμούς και να πετούν ότι περίσσεψε στις χωματερές, να καταλαμβάνουν κάθε χειμώνα τις εθνικές οδούς για να λάβουν αβίαστα έξτρα δωράκι, πόσο ποιοτικό μπορεί να είναι ένα τέτοιο προϊόν;
Προκύπτει λοιπόν ότι το βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη της οικονομίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις και κυρίως από ξένους επενδυτές που θα φέρουν ρευστότητα από το εξωτερικό στην Ελλάδα.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ χωρών για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων είναι πολύ έντονος. Ειδικά σε μια εποχή όπου πολλές χώρες ανά τον κόσμο διψούν για ρευστότητα και επενδύσεις, είτε λόγω της σχετικά πρόσφατης μετάβασής τους στο μοντέλο της καπιταλιστικής οικονομίας (χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, Κίνα, κ.λπ.), είτε λόγω της μετατροπής τους από υπανάπτυκτες σε αναπτυσσόμενες οικονομίες (χώρες της Αφρικής, Ινδία, Λατινική Αμερική, κ.λπ.).
Όποιος έχει ασχοληθεί με αξιολόγηση διεθνών επενδύσεων, γνωρίζει ότι υπάρχουν κάποιοι κρίσιμοι παράγοντες που βαραίνουν ιδιαίτερα στη λήψη της τελικής απόφασης. Τέτοιοι παράγοντες είναι η πολιτική σταθερότητα, το σταθερό φορολογικό καθεστώς, η γραφειοκρατία, η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, η πολυνομία, η καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, το φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα.
Η Ελλάδα το 2010 ήταν στη θέση 109 μεταξύ 180 χωρών στην φιλικότητα προς την επιχειρηματικότητα σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Υψηλή θέση για μια χώρα όπου το φορολογικό σύστημα αλλάζει κάθε 1-2 χρόνια, όπου τα δικαστήρια χρειάζονται μια δεκαετία για έκδοση πρωτόδικης απόφασης, όπου η προσφυγή ενός συλλόγου κυνηγών μπορεί να κολλήσει για χρόνια επενδύσεις εκατομμυρίων, όπου μία μειοψηφία συνδικαλιστών μπορεί να διακόψει τη λειτουργία ενός εργοστασίου για εβδομάδες χωρίς συνέπειες, όπου έξι μήνες μετά από τις βουλευτικές εκλογές η αντιπολίτευση ζητά νέες εκλογές.
Σε αυτό το τελευταίο σημείο να μείνουμε λίγο παραπάνω. Από το 2000 έως σήμερα έχουν γίνει 6 βουλευτικές εκλογές, δηλαδή κατά μέσο όρο μία εκλογή ανά 2,3 χρόνια.
Από το 2012 ζούμε σε μια συνεχή προεκλογική περίοδο με προτάσεις μομφής, αιτήματα για νέες εκλογές, δηλώσεις περί απονομιμοποίησης της κυβέρνησης, διασπορά φημών για πιθανές ημερομηνίες εκλογών, δημιουργία κλίματος φόβου στους πολίτες.
Κάποιοι πολιτικοί, είτε από πλήρη άγνοια είτε για μικροκομματικά οφέλη, δημιουργούν συνεχώς ένα κλίμα σύγχυσης και αβεβαιότητας στην οικονομία, που καταστρέφει κάθε ελπίδα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Το country risk της Ελλάδας παραμένει μεγάλο και αποθαρρύνει κάθε λογικό επενδυτή που θέλει να επενδύσει στη χώρα. Ενδεικτική αυτού το κλίματος είναι η μεγάλη αύξηση του spread των ελληνικών ομολόγων τις τελευταίες εβδομάδες κατά περίπου 100 μονάδες βάσης.
Οι ξένες επενδύσεις απαιτούν σταθερότητα, προγραμματισμό και κλίμα εμπιστοσύνης. Χωρίς αυτά τα στοιχεία μόνο σουβλατζίδικα και καφετέριες θα ανοίγουν. Όλα τα υπόλοιπα που ακούμε από τους πολιτικούς είναι ευχολόγια και όνειρα θερινής νυκτός.
«Χωρίς αυγά δεν φτιάχνεις ομελέτα» έλεγαν οι παλιότεροι…
*Ο Χρύσανθος Στεφανόπουλος είναι οικονομολόγος, ορκωτός ελεγκτής (ACCA), εισηγητής σεμιναρίων χρηματοοικονομικής και κοστολόγησης για στελέχη επιχειρήσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό.
- «Χωρίς αυγά δεν φτιάχνεις ομελέτα» έλεγαν οι παλιότεροι…
Ανάπτυξη σημαίνει να μεγεθύνεται η οικονομία μιας χώρας από χρόνο σε χρόνο, να παράγεται περισσότερος πλούτος, να δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις, νέες θέσεις εργασίας, να αυξάνεται η ευημερία των πολιτών της χώρας.
Η μεγέθυνση αυτή επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, των δημοσίων δαπανών, των εξαγωγών και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η Ελλάδα έζησε μια μακρά περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, που στηρίχτηκε κυρίως στην μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών και στην συνεπακόλουθη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που οδήγησε το ΑΕΠ της χώρας από τα 89 δισ. ευρώ το 1995 στα 233 δισ. ευρώ το 2008.
Στη συνέχεια έγινε γνωστό σε όλους, με τον πλέον επίπονο τρόπο, ότι αυτή η μεγέθυνση της οικονομίας στηρίχτηκε σε δανεικά χρήματα που πλημμύρισαν τη χώρα, κυρίως μετά την ραγδαία μείωση των επιτοκίων που επέφερε η υιοθέτηση ενός σκληρού νομίσματος, όπως το ευρώ.
Μετά από 6 χρόνια βαθιάς ύφεσης (σωρευτικά χάθηκε περίπου το 23% του ΑΕΠ), η ιδιωτική κατανάλωση, οι δημόσιες δαπάνες και η αποταμίευση έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση και δεν μπορούν να αποτελέσουν πλέον το βασικό μέσο για την ανάπτυξη της οικονομίας. Γι’ αυτόν το λόγο το βάρος έχει πέσει στις εξαγωγές και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Οι εξαγωγές της χώρας μεταξύ 2011-2013 αυξήθηκαν μόνο κατά 13%. Πολύ μικρή αύξηση αν αναλογιστεί κανείς ότι το ίδιο διάστημα υπήρξε σημαντική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και ότι πολλές ελληνικές εταιρίες αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να στραφούν στις αγορές του εξωτερικού για να καλύψουν τη μειωμένη ζήτηση από το εσωτερικό της χώρας.
Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου κάθε εξαγωγέας έχει να ανταγωνιστεί εταιρείες από όλο τον κόσμο, μόνο προϊόντα με καλή ποιότητα, ανταγωνιστική τιμή και αξιόπιστη υποστήριξη μπορούν να έχουν μια ελπίδα παρουσίας στις διεθνείς αγορές.
Ανταγωνιστική τιμή σημαίνει να είσαι, αν όχι φθηνότερος, τουλάχιστον κοντά στην τιμή του ξένου ανταγωνιστή. Σε μια χώρα όπου έχουμε από τις υψηλότερες φορολογίες της Ευρώπης, τις ακριβότερες τιμές ενέργειας, τις υψηλότερες εργοδοτικές εισφορές, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, ποιος πραγματικά πιστεύει ότι μπορούμε να παράγουμε προϊόντα με ανταγωνιστικές τιμές;
Ποιοτικά προϊόντα σημαίνει προϊόντα με ωραία εμφάνιση, ελκυστική συσκευασία, ανώτερη γεύση και υφή, πιστοποίηση από διεθνείς οργανισμούς. Σε μια χώρα όπου μάθαμε τους αγρότες να ζουν με τις επιδοτήσεις από την Ε.Ε., να πωλούν τα προϊόντα τους σε «κομματικούς» συνεταιρισμούς και να πετούν ότι περίσσεψε στις χωματερές, να καταλαμβάνουν κάθε χειμώνα τις εθνικές οδούς για να λάβουν αβίαστα έξτρα δωράκι, πόσο ποιοτικό μπορεί να είναι ένα τέτοιο προϊόν;
Προκύπτει λοιπόν ότι το βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη της οικονομίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις και κυρίως από ξένους επενδυτές που θα φέρουν ρευστότητα από το εξωτερικό στην Ελλάδα.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ χωρών για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων είναι πολύ έντονος. Ειδικά σε μια εποχή όπου πολλές χώρες ανά τον κόσμο διψούν για ρευστότητα και επενδύσεις, είτε λόγω της σχετικά πρόσφατης μετάβασής τους στο μοντέλο της καπιταλιστικής οικονομίας (χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, Κίνα, κ.λπ.), είτε λόγω της μετατροπής τους από υπανάπτυκτες σε αναπτυσσόμενες οικονομίες (χώρες της Αφρικής, Ινδία, Λατινική Αμερική, κ.λπ.).
Όποιος έχει ασχοληθεί με αξιολόγηση διεθνών επενδύσεων, γνωρίζει ότι υπάρχουν κάποιοι κρίσιμοι παράγοντες που βαραίνουν ιδιαίτερα στη λήψη της τελικής απόφασης. Τέτοιοι παράγοντες είναι η πολιτική σταθερότητα, το σταθερό φορολογικό καθεστώς, η γραφειοκρατία, η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, η πολυνομία, η καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, το φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα.
Η Ελλάδα το 2010 ήταν στη θέση 109 μεταξύ 180 χωρών στην φιλικότητα προς την επιχειρηματικότητα σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Υψηλή θέση για μια χώρα όπου το φορολογικό σύστημα αλλάζει κάθε 1-2 χρόνια, όπου τα δικαστήρια χρειάζονται μια δεκαετία για έκδοση πρωτόδικης απόφασης, όπου η προσφυγή ενός συλλόγου κυνηγών μπορεί να κολλήσει για χρόνια επενδύσεις εκατομμυρίων, όπου μία μειοψηφία συνδικαλιστών μπορεί να διακόψει τη λειτουργία ενός εργοστασίου για εβδομάδες χωρίς συνέπειες, όπου έξι μήνες μετά από τις βουλευτικές εκλογές η αντιπολίτευση ζητά νέες εκλογές.
Σε αυτό το τελευταίο σημείο να μείνουμε λίγο παραπάνω. Από το 2000 έως σήμερα έχουν γίνει 6 βουλευτικές εκλογές, δηλαδή κατά μέσο όρο μία εκλογή ανά 2,3 χρόνια.
Από το 2012 ζούμε σε μια συνεχή προεκλογική περίοδο με προτάσεις μομφής, αιτήματα για νέες εκλογές, δηλώσεις περί απονομιμοποίησης της κυβέρνησης, διασπορά φημών για πιθανές ημερομηνίες εκλογών, δημιουργία κλίματος φόβου στους πολίτες.
Κάποιοι πολιτικοί, είτε από πλήρη άγνοια είτε για μικροκομματικά οφέλη, δημιουργούν συνεχώς ένα κλίμα σύγχυσης και αβεβαιότητας στην οικονομία, που καταστρέφει κάθε ελπίδα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Το country risk της Ελλάδας παραμένει μεγάλο και αποθαρρύνει κάθε λογικό επενδυτή που θέλει να επενδύσει στη χώρα. Ενδεικτική αυτού το κλίματος είναι η μεγάλη αύξηση του spread των ελληνικών ομολόγων τις τελευταίες εβδομάδες κατά περίπου 100 μονάδες βάσης.
Οι ξένες επενδύσεις απαιτούν σταθερότητα, προγραμματισμό και κλίμα εμπιστοσύνης. Χωρίς αυτά τα στοιχεία μόνο σουβλατζίδικα και καφετέριες θα ανοίγουν. Όλα τα υπόλοιπα που ακούμε από τους πολιτικούς είναι ευχολόγια και όνειρα θερινής νυκτός.
«Χωρίς αυγά δεν φτιάχνεις ομελέτα» έλεγαν οι παλιότεροι…
*Ο Χρύσανθος Στεφανόπουλος είναι οικονομολόγος, ορκωτός ελεγκτής (ACCA), εισηγητής σεμιναρίων χρηματοοικονομικής και κοστολόγησης για στελέχη επιχειρήσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες